Μου είπες να συναντηθούμε στο πάρκο. Σ’ εκείνο το παγκάκι που βρισκόμασταν κάθε Παρασκευή απόγευμα. Ο ουρανός σαν να ήθελε κι αυτός να κλάψει εκείνη τη μέρα. Το γνώριζα ότι το τέλος πλησίαζε, όμως δεν είχα τη δύναμη να το δεχτώ.
Πήρα μια ομπρέλα μαζί μου. Εσύ ποτέ δεν προφυλαγόσουν, γι’ αυτό και τώρα είχε έρθει η στιγμή να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα.
Ποτέ δεν είχα το θάρρος να σου ζητήσω να καταστρέψεις τη δική σου οικογένεια για να συνεχίσουμε μαζί. Ίσως γιατί κι εγώ φοβόμουν τις συνέπειες. Όμως απ’ την αρχή της σχέσης μας γνωρίζαμε την κατάληξη για την οποία αργά ή γρήγορα θα έπρεπε να απολογηθούμε. Εσύ στους δικούς σου κι εγώ στον εαυτό μου.
Όταν σε είδα να κάθεσαι μόνος στο παγκάκι με το βλέμμα στραμμένο στα ξερά φύλλα που συντρόφευαν τα πόδια σου, ράγισα. Ένιωσα την καρδιά μου να μην μπορεί για ακόμη μια φορά να σου πει αντίο. Ήθελα να φωτίσω αυτό το πρόσωπο που ήταν τόσο σκυθρωπό.
Καθώς σε πλησίασα σηκώθηκες αμέσως μόλις με είδες και μ’ αγκάλιασες λέγοντας μου πόσο όμορφη είμαι. Δεν ήθελες να με αφήσεις από την αγκαλιά σου, αλλά ο χρόνος μας πίεζε. Πάντα το ρολόι εκεί να μας θυμίζει τον χρόνο που για εμάς δεν ήταν ποτέ αρκετός. Σαν τους κόκκους μιας κλεψύδρας οι στιγμές μας. Τόσο γρήγορα κυλούσαν.
«Μου έλειψες», μου είπες κι η θλίψη σου άρχισε να κουνάει τα φύλλα.
«Ο καιρός θα χαλάσει», σου απάντησα, προσπαθώντας να αποφύγω τη συζήτηση μα περισσότερο την αλήθεια που θα επακολουθούσε.
«Σε θέλω κοντά μου, όσο δύσκολος κι αν θα είναι ο καιρός μετά απ’ αυτή μου την απόφαση».
«Φοβάμαι πολύ», αναστέναξα με μάτια δακρυσμένα κι ο ήχος από τις αστραπές με τρόμαξε κάνοντας το συναίσθημα ακόμη πιο έντονο.
Ξαφνικά άρχισε να βρέχει. Άνοιξα την ομπρέλα μου κι ήρθα πιο κοντά σου για να μη βραχείς. Μου έπιασες το χέρι και το φίλησες. Τα πόδια μας είχαν ήδη αρχίσει να βρέχονται. Έπρεπε να φύγουμε, όμως εσύ δεν είχες πει ακόμη αυτά που ήθελες.
Τότε με κοίταξες στα μάτια, έπιασες την ομπρέλα από το χέρι μου και την ακούμπησες κάτω. Άρχισες να με φιλάς μέσα στη βροχή που όλο και δυνάμωνε.
«Θέλω μαζί σου να προχωρήσω, είτε με βροχή είτε με λιακάδα», μου ψιθύρισες.
Δεν θυμάμαι από τότε να έχω πιάσει ξανά ομπρέλα.