Τα νεύρα μου τσατάλια εκείνο το πρωινό. Την πλήρωσε ένα πετραδάκι που μπλέχτηκε στα πόδια μου. Με μία κλωτσιά το εκσφενδόνισα στο απέναντι πεζοδρόμιο. Μία μέρα είναι. Πού θα πάει; Θα περάσει, σκέφτηκα. Μέχρι να φτάσω στο σχολείο τα μάτια μου είχαν κάνει καρδούλες. Τις έβλεπα παντού! Τούρτες και σοκολάτες σε σχήμα καρδιάς στις βιτρίνες του ζαχαροπλαστείου. Χάρτινες καρδιές, λούτρινες καρδιές, καρδιές μπρελόκ, καρδιές μολύβια και σβηστήρες στο βιβλιοπωλείο και στα είδη δώρων της γωνίας. Από το ανθοπωλείο προνόησα να μην περάσω. Δεν ήθελα να πέσω πάνω στους χαζοχαρούμενους ερωτόπληκτους που διάλεγαν μπουκέτο για το ταίρι τους. Έστριψα στο προηγούμενο στενό και κατευθύνθηκα με σκυμμένο κεφάλι στο σχολείο. Η συμμαθήτριά μου, η Βιβή με καλημέρισε δαγκώνοντας ένα κουλούρι καρδούλα. Ανατρίχιασα! Δε θα πλησίαζα το κυλικείο μέχρι το μεσημέρι κι ας γουργούριζε το στομάχι μου. Θα ήταν γελοίο να βρεθώ με μία τυρόπιτα καρδιά στο χέρι.
Βολεύτηκα στο θρανίο και κρύφτηκα πίσω από το μαλλί αφάνα της Κλαίρης, της μπροστινής μου. Έξω απ’ το οπτικό πεδίο της καθηγήτριας που κάτι στρίγγλιζε για τον χρυσό αιώνα του Περικλή παρατηρούσα την τάξη. Πνιχτά γελάκια και ψίθυροι παντού. Η Βασιλική και η Κατερίνα αντάλλασσαν σημειώματα σε χαρτάκια. Η Τάνια λέρωνε με πολύχρωμους μαρκαδόρους το θρανίο της σχηματίζοντας τα αρχικά του καλού της κι ένα τεράστιο LOVE. Ο Νίκος πληκτρολογούσε μηνύματα αγάπης στο κινητό που επιδέξια έκρυβε κάτω απ’ το βιβλίο. Την ώρα που η κυρία εξηγούσε τις πηγές εσόδων του συμμαχικού ταμείου της Αθήνας ο Γιώργος θυμήθηκε πως το δικό του ταμείο ήταν άδειο.
– Ρε μαλάκα, σου βρίσκεται κανένα ψιλό;
Ο Γιώργος ήταν ο διπλανός κι ο κολλητός μου. Ο μαλάκας ήμουν εγώ!
Ο Γιώργος είχε ξεπαραδιαστεί με τα δώρα που αγόρασε για την κοπέλα του! Ούτε ευρώ δεν περίσσευε για το κυλικείο. Ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στα κορίτσια ο άτιμος! Ψηλός, γυμνασμένος, αθληταράς, αστέρι της ποδοσφαιρικής ομάδας του σχολείου. Με λευκή αψεγάδιαστη επιδερμίδα, πλούσια καστανόξανθη φράντζα που στέγνωνε κάθε πρωί με το πιστολάκι, γκριζοπράσινα μάτια και τέλεια αποτριχωμένη γάμπα.
– Δεν αρέσουν οι τρίχες στα κορίτσια, μου εκμυστηρεύτηκε ο Γιώργος.
Εγώ ήμουν ακριβώς το αντίθετο. Αγύμναστος και κοντούλης, 1,65-67 με το ζόρι.
– Θα ψηλώσεις παλικάρι μου! Τα αγόρια ψηλώνουν μέχρι τα 25, μου σέρβιρε τον καφέ της παρηγοριάς η μάνα μου κάθε φορά που μ’ έβλεπε να τεντώνομαι μπροστά στον καθρέφτη.
Μελαχρινός με διάσπαρτα σπιθουράκια στο μέτωπο και το πιγούνι, λεπτά λιπαρά μαλλιά που έλουζα καθημερινά για να μη στέκουν σαν λαδωμένες ποντικοουρές στο κεφάλι και η τρίχα στο πόδι βελέντζα. Καταραμένο γονίδιο. Στον πλανήτη των κοριτσιών δε θα προσγειωνόμουν ποτέ. Στα μαθήματα βέβαια ήμουν άριστος. Αλλά, τι να το κάνεις; Με τα 20άρια και τα 19άρια δεν έριξε κοπέλα ποτέ κανείς, μου υπενθύμιζε συνεχώς ο Γιώργος απτόητος για τα δικά του 12άρια.
Η αλήθεια είναι πως την τελευταία φορά που με θυμόμουν με κορίτσι ήταν στην Τρίτη Δημοτικού, τότε που τα είχα φτιάξει για μία βδομάδα με τη Μαιρούλα. Στην τετραήμερη του Γυμνασίου στην Αλεξανδρούπολη τόλμησα κι εγώ επιτέλους να κάνω την κίνησή μου ως αρσενικό με την καθοδήγηση του Γιώργου. Τζίφος! Σαν το παντζάρι ήμουν κατακόκκινος όταν η καρδιά μου που χτυπούσε τόσο δυνατά έφυγε από τη θέση της, ανέβηκε στον λαιμό και τον έφραξε. Οι λέξεις είχαν σκαλώσει και δεν έλεγαν να βγουν με τίποτα. Κάτι κρωξίματα μόνο ακούστηκαν σαν να ήμουν βάτραχος του βάλτου. Η Δήμητρα του Γ2 με κοιτούσε απορημένη με μάτια γουρλωμένα από την έκπληξη. Το βραχιολάκι που της αγόρασα μαζί με τον Γιώργο από τα σουβενίρ της παραλίας το χάρισα τελικά στη μάνα μου. Κι εκείνη το φόρεσε και καμάρωνε στη γειτονιά για τον κανακάρη της που τη θυμήθηκε. Πού να ήξερε η έρμη ότι ο γιος της λούζερ πήγε στην Αλεξανδρούπολη και λούζερ γύρισε!
Αυτά στριφογύριζα στο μυαλό μου φουρκισμένος με τους συμμαθητές μου που γιόρταζαν τον Άγιο Βαλεντίνο όταν αισθάνθηκα δύο μάτια να καρφώνονται στην πλάτη μου. Δεν ήταν η πρώτη φορά που η Αναστασία έριχνε κλεφτές ματιές στο θρανίο μας. Κι εγώ, ο βλάκας νόμιζα ότι γλυκοκοιτούσε τον Γιώργο! Λιγομίλητη, αθόρυβη, σχεδόν αόρατη στο τελευταίο θρανίο της μεσαίας σειράς ακριβώς ένα θρανίο πίσω μας. Χρόνια συμμαθητές με την Αναστασία, από το Δημοτικό, δεν την είχα προσέξει ποτέ. Δεν ήταν σαν τα άλλα κορίτσια. Δεν φαινόταν να την απασχολεί η μόδα. Ντροπαλή πίσω από τα γυαλιά της μυωπίας πάσχιζε η χαζούλα να κρύψει μέσα σε ξεχειλωμένα φούτερ και φαρδιές φόρμες τα κιλάκια της που βλακωδώς τα θεωρεί παραπανίσια. Εγώ τα λατρεύω. Το ίδιο απόγευμα συναντηθήκαμε στη βιβλιοθήκη του χωριού για μία ομαδική εργασία στη βιολογία.
Δύο χρόνια πέρασαν από τότε. Φέτος δίνουμε Πανελλαδικές. Εγώ έχω βάλει πλώρη για το Πολυτεχνείο κι η Αναστασία για την Αγγλική Φιλολογία. Για χάρη της έχω διαβάσει από Έμιλυ Ντίκινσον μέχρι Χλόη Κουτσουμπέλη. Για χάρη μου έχει ακούσει για τις μαύρες τρύπες στο διάστημα μέχρι τη χρήση του τρισδιάστατου εκτυπωτή. Γιατί είναι το κορίτσι μου και είμαι το αγόρι της. Μου είπε για τους καυγάδες, τη γκόμενα του πατέρα της, το διαζύγιο, την κατάθλιψη της μάνας της. Της είπα για την αρρώστια του παππού μου, την ανεργία του πατέρα, τις αφραγκίες μας. Γιατί είναι το κορίτσι μου και είμαι το αγόρι της.
Το κορίτσι μου είναι τρυφερό και ευαίσθητο. Ακούει ροκ μπαλάντες και κλασική μουσική, της αρέσουν τα άνιμε, θυμώνει με την αδικία, συγκινείται εύκολα και σχεδιάζει με αισιοδοξία το μέλλον. Στο Πανεπιστήμιο όλα θα αλλάξουν, μου υπόσχεται. Πρώτοι στο φοιτητικό κίνημα θα παλέψουμε μαζί ενάντια στην εξουσία, ενάντια στην αυθαιρεσία, ενάντια στην αστυνόμευση, ενάντια…Ο αγωνιστικός της παλμός με τρελαίνει και με κάνει να την ερωτεύομαι όλο και περισσότερο. Γιατί είμαι φουλ ερωτευμένος με την Αναστασία!
Σήμερα είναι η επέτειός μας. Δύο χρόνια μαζί. Στο μενταγιόν καρδούλα που της αγόρασα χάραξα τα αρχικά μας. Α-Η. Αν μπορούσα, θα ξερίζωνα την καρδιά μου από το στήθος και θα την έκρυβα στο σακίδιό της. Έτσι κι αλλιώς δική της είναι. Από την πρώτη μέχρι την Τρίτη Λυκείου ζήτημα να πήρα δύο πόντους. Κάθε φορά όμως που η Αναστασία γέρνει στην αγκαλιά μου το κορμί της που λες κι έχει φτιαχτεί για τα δικά μου χάδια και φιλιά, κάθε φορά που οι ανάσες μας συγχρονίζονται και τα σώματά μας ενώνονται σ’ ένα, νιώθω δίμετρος, σαν τον Γιώργο ένα πράγμα!
Ο Γιώργος εξακολουθεί να είναι κοριτσομαγνήτης και κολλητός μου αλλά όχι διπλανός μου. Πήρε μετεγγραφή για το ΕΠΑΛ. Δεν αφρίζω πια απ’ το κακό μου για τις κατακτήσεις του. Δεν έχω λόγο να τον ζηλεύω. Γιατί τον έρωτα τον βρήκα κι εγώ! Ήταν μόλις ένα θρανίο πίσω μου…