Ένα διήγημα με αφορμή τη γυναικοκτονία που αποτελεί παγκόσμιο φαινόμενο. Πρόσφατο επαίσχυντο παράδειγμα το είδαμε να εκτυλίσσεται δυστυχώς στη χώρα μας, το προηγούμενο διάστημα, με τη δολοφονία της Καρολάιν.
Δε το ΄χε σε τίποτα ο Γιάννης να σηκώσει την καραμπίνα του πατέρα του κι όποια γάτα τον ενοχλούσε στην αυλή, έτσι όπως λαγοκοιμόταν στο κρεβάτι, μπαμ! Της έδινε μία με το όπλο, σημαδεύοντας κατευθείαν πάνω στο δύστυχο ζώο και από ΄δω παν κι οι άλλοι. Άλλες φορές πετύχαινε τα γατιά κι άλλες όχι και μια φορά είχε πάρει η μπάλα της μανίας του κι ένα δύσμοιρο αδέσποτο σκυλί που ΄τυχε να βρεθεί έξω από το σπίτι κάποια στιγμή αργά το βράδυ και τ’ άκουσε ξαφνικά μέσα στον ύπνο του να γαυγίζει. Όποια από τα ζωντανά της γειτονιάς έκρινε πως του χαλούσαν τη βολή του, σήκωνε τ’ όπλο και παρ΄ το κάτω… Ύστερα σηκωνόταν σα να μη τρέχει τίποτα, έφτιαχνε φραπέ κι όταν τον τελείωνε, αραχτός στο μπαλκόνι γι’ αρκετή ώρα, κατέβαινε μετά, άνετος, έπιανε τ’ άψυχα κουφάρια των γατιών και τα πέταγε στον κοντινότερο σκουπιδοντενεκέ… Η κακοποίηση ζώου δεν ήταν ακόμα ποινικό αδίκημα στη χώρα εκείνα τα χρόνια, ή κι αν θεωρούνταν, όλοι έκαναν τα στραβά μάτια και κανένας δεν έριχνε ποινές σ’ όποιον έριχνε φόλες ή κακοποιούσε κάποιο. Έτσι, οι περισσότεροι που αρέσκονταν σε τέτοιες πράξεις, στα χωριά της επαρχίας αλλά και στην πρωτεύουσα, τις περισσότερες φορές έμεναν ατιμώρητοι και κανένας δεν πολυασχολούνταν με τα συμβάντα. Η μάνα του, για να μη δημιουργούνται θέματα μέσα στο σπίτι, έκανε κι αυτή πως αγνοούσε τις βίαιες πράξεις του γιου της αλλά και του αδελφού του… εξάλλου γεμάτος ο τόπος ήταν από γατιά ειδικά τα καλοκαίρια στις γειτονιές. Ποιος να δώσει σημασία τώρα, σ’ ένα παραμελημένο αδέσποτο λιγότερο ή περισσότερο…
Μετά από κάποια χρόνια ο Γιάννης παντρεύτηκε. Αν κι αγαπούσε τη Μαρία, κι ήταν πολλά χρόνια μαζί, απ’ το σχολείο, τα προβλήματα στον γάμο τους δεν άργησαν να εμφανιστούν. Ο Γιάννης, γρήγορα μπλέχτηκε με τη δουλειά στο Αρχιτεκτονικό γραφείο του πατέρα του κι έλειπε με τις ώρες. Κι όταν γύριζε αργά το απόγευμα, δεν καθόταν καθόλου ν’ ασχοληθεί με την οικογένειά του και τα παιδιά, παρά μόνο, έτρωγε στα γρήγορα κι ύστερα έφευγε είτε για καφέδες με τις αντροπαρέες του, είτε για ν’ ασχοληθεί στη λέσχη αυτοκινήτου στην οποία ήταν χρόνια μέλος με το αγαπημένο του σπορ. Την οδήγηση…
Μέρα με τη μέρα, η Μαρία κουράστηκε να τα φέρνει βόλτα όλα μόνη της και δεν άργησαν να εμφανιστούν η γκρίνια και οι πρώτοι καυγάδες. Κι ύστερα με τα χρόνια χειροτέρεψε. Ο άλλοτε αγαπημένος της Γιάννης, που ταξίδευε ώρες για να τη δει για μισή ώρα από την Αθήνα που σπούδαζε, καθώς τόσο επέτρεπαν τότε και τα ήθη της εποχής, στα κλεφτά σε καμιά καφετέρια στο κέντρο, δεν άργησε να περάσει από τις φωνές και τη λεκτική αντίδραση στις σφαλιάρες και το ξύλο.
Η Μαρία υπέφερε, μα και τα κότσια να φύγει δεν έβρισκε από το γάμο αυτό, που είχε αρχίσει να γίνεται αφόρητα αρρωστημένος. Σκεφτόταν τι θα πει ο κόσμος, τι θα γίνει με τα παιδιά που ‘χαν κιόλας γεννηθεί και παρέβλεπε το γεγονός πως στην ουσία, αυτή μόνη της τα μεγάλωνε και μόνο αυτή ασχολούνταν μ’ αυτά μέσα στο σπίτι. Ο Γιάννης τίποτα…
Ένα βράδυ, μετά από κάποια χρόνια, ο Γιάννης γύρισε πιο αργά απ’ ότι συνήθιζε. Φαινόταν ολοκάθαρα πως ήταν πιωμένος και η διάθεσή του ήταν πολύ άσχημη. Η Μαρία, τον περίμενε ξύπνια στο κρεβάτι, ξεφυλλίζοντας κάτι γυναικεία περιοδικά, μα ο νους τους μόνο στις σελίδες του περιοδικού δεν ήταν.
Η καραμπίνα του πατέρα του είχε πάρει από καιρό τη θέση της δίπλα στο γαμήλιο κρεβάτι με τη δικαιολογία πως αποτελεί προστατευτικό εργαλείο για πιθανή διάρρηξη ή ληστεία. Είχαν κι αυτές με το καιρό αρχίσει να αυξάνονται και στη μικρή πόλη που είχε πάψει πια να είναι το μικρό χωριό που ήταν, όταν είχαν παντρευτεί.
Δεν άργησε ν’ ανάψει ο καυγά κι από κουβέντα σε κουβέντα ο Γιάννης θόλωσε. Άρπαξε την καραμπίνα και την άδειασε, όπως έκανε παλιότερα με τις γάτες της γειτονιάς, πάνω στη Μαρία. Η γυναίκα δεν άργησε να σωριαστεί νεκρή πάνω στο συζυγικό της κρεβάτι και να ξεψυχήσει αβοήθητη, καθώς και κανένα από τα παιδιά δεν ήταν πια στο σπίτι για να τη βοηθήσει. Είχαν φύγει πριν από κάποια χρόνια για σπουδές.
Κανένα τους δε θέλησε να επισκεφτεί τον Γιάννη στο κρατητήριο και κανένας μάρτυρας υπεράσπισης δε βρέθηκε να καταθέσει για την υπόθεση.
Χρόνια μετά ο Γιάννης πέρναγε τις πόρτες εξόδου της φυλακής, αφού είχε εκτίσει τη ποινή του. Κανένας δεν τον περίμενε στην έξοδο. Κανένας δε μπορούσε ν’ αντιληφθεί τι γινόταν και μέσα στο μυαλό του. Πως ούτε στιγμή δεν είχε νιώσει τύψεις για τις πράξεις του, ούτε την ώρα που κλαψούριζε στους συγγενείς της Μαρίας, ούτε μπροστά στους Δικαστές, πως τάχα το έγκλημα είχε γίνει εν βρασμώ ψυχής.
Γιατί μέσα στη ψυχή και στο μυαλό του Γιάννη τα γατιά της γειτονιάς του που με τόση ευκολία πυροβολούσε, όταν ήταν έφηβος, δε διέφεραν και πολύ από τη στάση που είχε κρατήσει απέναντι στην άτυχη γυναίκα του. Και τα δύο τα θεωρούσε κτήμα του…