Η εκκλησία κατάφωτη. Πιότερο ανοιξιάτικος κήπος από τα πολλά τριαντάφυλλα. Στη μέση κόκκινος διάδρομος για τους νεονύμφους.. Κατάλοιπο βυζαντινής μεγαλοπρέπειας. Οι συγγενείς, οι προσκεκλημένοι, μικροί μεγάλοι με τα καλά τους. Να τιμήσουν το ζευγάρι. Κι’ ολόγυρα οι Άγιοι να παρακολουθούν μακάριοι τα τεκταινόμενα. Βλέπουν αυτό το έργο συχνά. Το έχουν συνηθίσει πιά.
-Να ζήσετε.
-Ότι καλύτερο.
-Πάντα μαζί κι’ αγαπημένοι.
Ευχές, φιλιά. Είχε τελειώσει η ακολουθία. Ο Παπαβασίλης αυστηρά είχε προστάξει ησυχία. Να τελεσθεί το Μυστήριο όπως πρέπει. “Ους ο Θεός….” Εντολή μεγάλη που απαιτεί ευλάβεια. Στα 23 της η νύφη. Στα δανδελωτά κατάλευκά της, άνθος δροσάτο. Αμήχανη δίπλα στον καλό της. Στα 27 του ο γαμπρός, παλικάρι. Σοβαρός, όπως ταιριάζει στην περίσταση. Όρκος στον Ύψιστο για συντρόφευμα στη χαρά και στη λύπη, στα εύκολα και στα δύσκολα, μέχρι το τέλος του βίου. Σίγουρα δεν είχαν συναίσθηση της δέσμευσης και προπάντων της ουσίας του όρκου. Χαμένοι τώρα στα αόρατα δεσμά της αγάπης τους. Αυτό τους έφθανε, τους πλημμύριζε. Τα άλλα; Με τον καιρό.
Χαρούμενα τα πρόσωπα στον Ησαΐα. Ρύζι κι’ ανθοπέταλα άφθονα.
– Τι ωραίο ζευγάρι.
– Να τους χαίρονται οι γονείς τους.
– Όλα στο καλό, και τα παρόμοια σχόλια.
Κι’ εκείνος; Να βλέπει, να βλέπει και να μη χορταίνει την χαρά της κρυφής του αδυναμίας, της εγγονής του. Στα 90 του, στηριγμένος στο μπαστούνι του και να κλαίει κιόλας από την συγκίνηση. Ούτε να το φαντασθεί μπορούσε, όταν την τριγύριζε με το καροτσάκι της, πως θα έφθανε να παραβρεθεί στο γάμο της. Για τα παιδιά του δεν είχε καιρό ούτε να τα βλέπει. Δουλειά τότε μέχρι αργά και τα Σάββατα και Κυριακές ακόμα. Τ’ ανάστησε και τα χάρηκε η γυναίκα του. Ξαφνικά τα βρήκε δίπλα του κοπέλες ολόκληρες κι’ απόρησε. Πότε μεγάλωσαν: Εγώ που ήμουνα; Μα με την εγγόνα του δεν ήθελε ούτε στιγμή να χάσει από το μεγάλωμά της. Και την γυρόφερνε ακούραστος στις κούνιες στην αρχή, στο νηπιαγωγείο μετά, στο σχολειό αργότερα. Να βρίσκει ευκαιρίες να της παίζει, να την ταΐζει και παραμύθια πολλά, να λέει, να λέει χωρίς να βαριέται. Να σκαρώνει ιστορίες για να την κάνει να γελά και να χαίρεται κι’ εκείνος με την χαρά της. Κοπελίτσα έπειτα, να την βλέπει με καμάρι να λουλουδίζει και να την συμπαραστέκεται σαν τους γονείς της. Και τον σπλαχνίσθηκε ο Θεός και τον άφησε να παραβρεθεί στο γάμο της. Ευλογημένο τ’ όνομά Του.
Στη σειρά ζευγάρι και γονείς να δέχονται τα συγχαρίκια. Ουρά μεγάλη οι καλεσμένοι. Κουράστηκε, πιο πολύ από την λαχτάρα του. Κάθισε να ξαποστάσει και να αναλογίζεται. Τελείωσαν οι χαιρετούρες. Βγήκε το ζευγάρι για το αυτοκίνητο. Ακούσθηκαν τα παλαμάκια. Χαμογέλασε τρισευτυχισμένος. Άδειασε κι’ η εκκλησία. Άρχισαν να σβήνουν και τα φώτα.
-Ο παππούς, που είναι ο παππούς;
Τον έψαχνε στο πλήθος μα δεν τον βρήκε. Ανήσυχη γύρισε πίσω να τον ζητά. Ήταν ακόμη καθισμένος στην ίδια θέση. Στητός, με τα χέρια στο μπαστούνι κι’ ένα αδιόρατο χαμόγελο στα χείλη Τα μάτια ολάνοιχτα να βλέπει εκεί που ήταν πρώτα το ζευγάρι, η εγγονή του, για το Μυστήριο.
-Έλα σήκω καημένε. Τι κάθεσαι, φεύγουμε.
Δεν κουνήθηκε. Εκείνος είχε ήδη φύγει. Και ξαφνικά κατάλαβε κι’ εκείνη πως από την συγκίνηση δεν άντεξε η καρδιά του.
Από ψηλά έβλεπε στωικά ο Παντοκράτωρ. Τώρα ήταν μαζί του χαρούμενος. Κι’ εκείνη; Αποσβολωμένη δεν μπόρεσε να φωνάξει για το αναπάντεχο. Τον μακάρισε και λίγο για το ωραίο τέλος του. Μετά λύγισε πάνω του κι’ άρχισε βουβά να κλαίει.