«Μολύβι και χαρτί, μολύβι και χαρτί», πετάχτηκε σαν ξεχαρβαλωμένη σούστα απ’ το κρεβάτι.
Ανάστα ο Κύριος το σπίτι απ’ το πρωί. Το χαρτί το βρήκε εύκολα. Έκοψε δύο μεγάλα κομμάτια από το ρολό της κουζίνας. Το μολύβι της όμως; Άδειασε τα συρτάρια στο πάτωμα. Έσκυψε με λαχτάρα κι αγωνία πάνω από τα κουτάλια, τα μαχαίρια, τα πιρούνια ποτίζοντας με χοντρές στάλες ιδρώτα τα πλακάκια. Άφαντο! Λες να μην υπήρχε ποτέ μολύβι; Να το φαντάστηκε; Η ανάμνησή του θολή στην αρχή, στη συνέχεια κρυστάλλινη και διαυγή τυραννά τα μάτια και το μυαλό. Το θυμάται μικρούτσικο, λεπτό, γκρι, με καλά ξυσμένη μύτη δίπλα στα μαχαιροπίρουνα, μα δεν το βλέπει πουθενά. Να προλάβει να γράψει θέλει, πριν την πνίξουν πάλι τα σκοτάδια.
«Έλα γρήγορα! Κάτι έπαθε η θεία σου!» ακούστηκε ανήσυχος ο θείος στο τηλέφωνο.
Σ’ ένα τούρκικο, ετοιμόρροπο χαμόσπιτο έμεναν κοντά στην παραδοσιακή εβραϊκή συνοικία της πόλης. Ξεσπιτώθηκαν από το διαμέρισμα του κέντρου με την οικονομική κρίση και βολεύτηκαν όπως, όπως σ’ αυτό, κληρονομιά από έναν μακρινό συγγενή. Η θεία ποτέ δεν παραπονέθηκε για τον ξεπεσμό τους.
«Δόξα σοι ο θεός, που έχουμε την υγειά μας κι ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι μας» σταυροκοπιόταν μ’ ευγνωμοσύνη. Δώρο θεού η θεία, ως μάνα εξ ουρανού έπεσε στη γειτονιά. Ποτέ της δεν κράτησε την πόρτα και την καρδιά της σφαλιστή στους γείτονες. Πάντα με το χαμόγελο και την καλή κουβέντα στα χείλη.
Στα μεγάλα της κέφια σήκωνε ψηλά τα μανίκια, έδενε την ποδιά στη μέση, πασπάλιζε το τραπέζι της κουζίνας με αλεύρι κι ο φούρνος έπαιρνε φωτιά. Τα ταψιά έβγαιναν το ένα πίσω απ’ το άλλο κι οι μυρουδιές ξεχύνονταν γαργαλιστικές στη γειτονιά. Αληθινή μαστόρισσα στα γλυκά και τις βλάχικες πίτες!
Μία μέρα στο προσκλητήριο της γειτονιάς όλοι δήλωσαν παρόντες. Γνώριμοι ήχοι, οικείες φωνές, γείτονες πρόθυμοι να γευτούν τα καλούδια της, να ξομολογηθούν καημούς, να προστρέξουν στη θυμοσοφία και την καλοσύνη της. Μόνο εκείνη απούσα. Ένα σαρκίο απέμεινε από δαύτη που περιφέρονταν στο σπίτι και τους δρόμους με τη νυχτικιά, άδειο από μνήμη, χωρίς παρελθόν, με ζοφερό παρόν κι άδηλο μέλλον. Τότε αραίωσαν κι οι δικές μου επισκέψεις. Την τελευταία φορά δεν με αναγνώρισε. Η αρρώστια της με θύμωνε και με στενοχωρούσε.
Σήμερα, όμως, με κατάλαβε πίσω απ’ το κοφτό κουρτινάκι της κουζίνας. Άνοιξε την πόρτα πριν καλά, καλά χτυπήσω το κουδούνι.
«Καλώς το κορίτσι μου!», με υποδέχτηκε με πρόσωπο που έλαμπε.
Βούτηξα στην αγκαλιά της. Η σάρκα της λευκή και μαλακή μύριζε βανίλια και στο άγγιγμά της θύμιζε ζύμη, σαν κι αυτές που έπλαθε από μικρή στα βλαχοχώρια της Ηπείρου. Δε φορούσε τη νυχτικιά της αλλά την αγαπημένη της μάλλινη καρό φούστα κι ένα μπλε ζιβάγκο. Είχε τυλίξει και δύο ρολά στα μαλλιά της. Τα μάτια της άστραψαν σαν μικρού παιδιού με τα μολύβια και το τετράδιο που της αγόρασα.
«Σιγά μη γράψουμε στο ρολό της κουζίνας», την αποπήρα χαδιάρικα.
Στρώθηκα στην τραπεζαρία κάτω απ’ τον τσέλιγκα που είχε κεντήσει σταυροβελονιά κι είχε περάσει σε ξύλινη σκαλιστή κορνίζα. Φόρτωσε το τραπέζι με κεράσματα, κάθισε δίπλα μου κι άρχισε να υπαγορεύει:
«Κουλουράκια βουτύρου
Υλικά
500 γραμμάρια βούτυρο κατσικίσιο….»
Μέχρι το βράδυ μού είχε υπαγορεύσει όλες τις αγαπημένες της συνταγές διανθισμένες με ιστορίες απ’ το χωριό και τα παιδικά της χρόνια. Ζουζούνιζε μέσα στο αυτί μου λέξεις γλυκές, τρυφερές, μυρωδάτες. Ο ενθουσιασμός της με παρέσυρε.
«Θα τις πληκτρολογήσω στον υπολογιστή, θα τις εκτυπώσω, θα τις δέσω σε βιβλιαράκι και θα στο φέρω αύριο», υποσχέθηκα.
«Ναι, ναι!», συμφώνησε.
Ο θείος με τράβηξε παράμερα. «Μην ενθουσιάζεσαι, κορίτσι μου», ψιθύρισε. «Μία αναλαμπή είναι. Αύριο δε θα θυμάται ούτε το όνομά της».
Έκλεισα την πόρτα πίσω μου με τη θεία να με σταυρώνει στην πλάτη και να μονολογεί: «Την υγειά μας να ‘χουμε!»
Τα λόγια του θείου με ζεμάτισαν. Ηχούσαν ακόμη στ’ αυτιά μου σφυροκοπώντας τα μηνίγγια μου, αλλά σιγά μην τ’ άφηνα να μαγαρίσουν τη χαρά μας. Δε θα θυμάται, λέει, το όνομά της αύριο. Ε, και; Θα της το θυμίσω εγώ. Έτσι κι αλλιώς, θα το γράψω φαρδιά πλατιά με κεφαλαία γράμματα στο εξώφυλλο του βιβλίου της: «ΟΙ ΣΥΝΤΑΓΕΣ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΟΥΡΑΝΙΑΣ»
ΥΓ. Αφιερωμένο σε όλες τις Θείες Ουρανίες.