Σου έλαχε να έβγαινες
για το στερνό σεργιάνι.
Πού να βρεθεί το γιατρικό
αυτή η πληγή να γιάνει;
Είναι βουβός ο σπαραγμός.
Μ’ ένα κερί αναμμένο
κι ένα «γιατί» αναπάντητο
στο βλέμμα χαραγμένο.
Το μένος εμφανίστηκε
μ’ ανθρώπινη την όψη
κι έμελλε απάνθρωπα
το διάβα σου να κόψει.
Στα έδρανα απέμεινε
η θέση σου μονάχη.
Δρεπάνι, θαρρείς, θέρισε
το άγουρο το στάχυ.
Ανθρώπου νους αδύνατο
αυτό να το χωρέσει,
που ανθρώπου χέρι υψώθηκε
ζωή για ν’ αφαιρέσει.
Τα όνειρά τους σκόρπισαν
σαν φύλλα στον αέρα.
Τι λόγια δίνουν δύναμη
στη μάνα, στον πατέρα;
Τον πόνο δεν τον άντεξε
κι ο ουρανός δακρύζει,
έκανε δάκρυ τη βροχή,
που και βουνά ραγίζει.
Επείγον, πια, το γιάτρεμα
αυτής της ασθενείας,
της απουσίας αγωγής,
της έλλειψης παιδείας.
Μα εκείνο το χαμόγελο
ποτέ του δεν θα σβήσει,
σημάδι ανεξίτηλο
στον χρόνο έχει αφήσει.
Γαρύφαλλα πεσμένα
στη δική σου γειτονιά
για το μεγάλο σου ταξίδι.
Ήσουν μόνο δεκαεννιά.