9 Σεπτεμβρίου 2020
Μ’ αρέσει να παρατηρώ τους ανθρώπους. Τις εκφράσεις τους, τις κινήσεις του σώματός τους, αυτά που λένε. Αυτό όμως που μ’ ενθουσιάζει περισσότερο είναι με βάση αυτά που βλέπω κι ακούω να φτιάχνω μια ιστορία γι’ αυτούς. Κάπως έτσι δημιουργήθηκε κι η ιστορία του Giovanni.
Ταξίδι στην παραδεισένια πολύχρωμη Χάλκη. Απ’ τα μέρη που μπορούν να σε ταξιδέψουν πίσω στον χρόνο γεμίζοντας σε με νοσταλγία. Καθώς προχωράς στα πλακόστρωτα δρομάκια μια αύρα ερωτισμού γεννάται από το μεθυστικό άρωμα των νυχτολούλουδων.
Εκείνη η βραδιά είχε κάτι από μαγεία. Στο μαύρο τ’ ουρανού τα αστέρια έλαμπαν σαν διαμάντια ενώ η θάλασσα ήταν τόσο γαλήνια, σαν καθρέφτης που μέσα του ζωγραφιζόταν το φεγγάρι. Κατηφορίζοντας προς το λιμάνι του νησιού κι έχοντας περπατήσει για αρκετή ώρα καθίσαμε σε μια ταβέρνα. Αριστερά μας η μυρωδιά της θάλασσας να σε ταξιδεύει και δεξιά τρεις γλάστρες με βασιλικό να σμίγουν με την αλμύρα.
Στο διπλανό τραπέζι καθότανε μια οικογένεια. Ένας ηλικιωμένος άνδρας περίπου εβδομήντα πέντε χρονών μαζί με τις δυο του κόρες και τους συζύγους τους κι ένα μικρό κοριτσάκι που τον αποκαλούσε τη μια παππού και την άλλη κοροϊδευτικά με το όνομα του, Giovanni.
Ο Giovanni ήτανε ένας άνδρας που σου έβγαζε έναν ρομαντισμό μιας παλιάς εποχής. Ανάστημα περίπου στο 1,75. Μάτια καστανά που απέπνεαν μια ζεστασιά. Τα μαλλιά του γκρι, όχι πολύ κοντά, λες και κάτι είχε μείνει από το νεανισμό και το πάθος του για ζωή. Φορούσε ένα άσπρο λινό πουκάμισο το οποίο ανέμιζε πάνω απ’ την μπλε βερμούδα. Είχε βγάλει τα παπούτσια του και με γυμνά πόδια πατούσε στο τσιμεντένιο έδαφος, σα να ήθελε να φορτίσει το σώμα του με την ενέργεια του νησιού. Ίσως είχε κάποια σχέση με τη θάλασσα και τα καράβια. Στο δάχτυλο του φορούσε βέρα, μα στο τραπέζι ήταν μόνο οι δυο του κόρες, καμία άλλη γυναίκα. Ενώ μιλούσε ιταλικά, στον σερβιτόρο απευθυνόταν σε σπαστά ελληνικά. Φαινόταν σαν κάτι να τον συνέδεε με Ελλάδα.
Καθισμένος στην κεφαλή του τραπεζιού θύμιζε τις παλιές παραδοσιακές οικογένειες καθώς έτρωγαν στο τραπέζι. Ίσως όμως είχε καθίσει εκεί για να ατενίζει το πέλαγος. Κάποια στιγμή σηκώθηκε και πήγε μόνος κοντά στη θάλασσα κι άφησε τα κύματα να χαϊδεύουν τα πόδια του. Έκλεινε τα μάτια, ανέπνεε βαθιά, σαν να γέμιζε την καρδιά του με αναμνήσεις, σαν να έβαζε χρώματα στις εικόνες που περνούσαν απ’ το μυαλό του. Άκουγε τον παφλασμό τους κι ίσως αυτός ο ήχος τού θύμιζε εκείνη, σαν να την είχε συναντήσει.
Γυρίζοντας στο τραπέζι άρχισε να τραγουδάει στην εγγονή του ένα ιταλικό τραγούδι, κάποιο βαλς. Έπειτα, έσκυψε, τη φίλησε και της ψιθύρισε στα ελληνικά «μοιάζεις με τη γιαγιά σου, σ’ αγαπώ»! Η μικρή τον κοιτούσε απορημένη αφού μάλλον δεν γνώριζε τη γλώσσα.
Η φαντασία μου δεν είχε πέσει τελικά έξω. Τη γύρευε και την είχε βρει. Ήτανε εκεί, δίπλα του, σ’ αυτήν την τόσο μαγική βραδιά.
Ωραίες τελικά οι ιστορίες των ανθρώπων.