Απρίλης: Πρώτο γράμμα
Μεγάλη Δευτέρα
Καλέ μου, βαριά, ασήκωτη, με μια άγρια σοροκάδα τούτη η μέρα.
Βαριά και ασήκωτα μου φάνηκαν και τα ψώνια της γερόντισσας. Με αργόσυρτο βήμα και με τρεμουλιαστά χέρια, τραβούσε κατά το φτωχικό της, κείνο το δίπατο με την κόκκινη καγκελόπορτα, κείνο που φωτογράφησες για την έκθεση που σου ανάθεσε η γκαλερίστα. Τραντάχτηκε όλο το κορμί˙ αναπήδησαν καταγής τα πορτοκάλια˙ σαν ένας αεροδόντης στη βιάση του να προλάβει τον τροχονόμο, τη σκούντηξε απαλά. Βλέπεις, είχε διπλοπαρκάρει. Δεν θα γλίτωνε το πρόστιμο έτσι εύκολα. Μήτε εύκολο ήτανε για τη γερόντισσα και λεπτό δεν έχασα. Μάζεψα τα πορτοκάλια, ενώ μου ΄γνεψε για το στρίψιμο που ήταν μπροστά μας. Σαν φθάσαμε, τα άφησα κάτω απ’ της αυλής τη συκιά. Μια μαραμένη, μαραζωμένη, συκιά – να δούμε πόση πίκρα ήπιε στα τόσα χρόνια – που μου θύμισε την άλλη, την άκαρπη˙ που δυστυχώς της μοιάσαμε τα τελευταία χρόνια και αλίμονο μας, σαν πέσει η κατάρα. Διαβάζοντας τον λογισμό μου, μου ΄δωσε δυο κουλούρια. Δεν αρνήθηκα. Η μοσκοβολιά τους μου ΄σκισε τα ρουθούνια και ναι, ήτανε τα πιο λαχταριστά που δοκίμασα. Καλύτερα κι από κείνα που πήραμε στην εκδρομή για τα χιόνια.
Καληνύχτα.
Απρίλης: Δεύτερο γράμμα
Μεγάλη Τρίτη
Καλέ μου, Απ’ το πρωί η σοροκάδα πλατάγιζε της βεράντας μας την τέντα.
Από τ’ αποσήμερο, η μάνα είναι σκυμμένη πάνω απ’ μια γούρνα, ανασηκώνοντας κάθε λίγο και λιγάκι τα μανίκια, ανακατεύοντας το τυρί, το γάλα και τα αυγά. Σιμά της, ο πατέρας ψιλόκοβε το δυόσμι προσεχτικά. Όλα με πάσα λεπτομέρεια. Πώς αλλιώς θα απολαμβάναμε το πασχαλινό έδεσμα; Το μυστικό κρύβεται στο ζύμωμα –στο χαλώ και ξαναφτιάχνω δεν είναι και της ζωής η ουσία;- αν δεν λερωθείς, δεν γίνεται δουλειά. Και σαν μου ΄τεινε το χέρι για να της πιάσω την μαστίχα, η μνήμη με λόγχισε για άλλη μια φορά.
Σαν κείνο το αποσήμερο, που ΄μουνα παιδούλα. Πλάϊ στο κασετόφωνο της κουζίνας, κοίταζα πως απλώνονταν τα χτυπημένα αυγά, πως πασπάλιζε με δυόσμι το μείγμα και πως γυάλιζαν οι σταφίδες, μες στα ακροδάκτυλα. Κοίταζα, χάζευα, παρατηρούσα και τότε δεν ήξερα να ονομάσω κείνη την ευτυχία που ΄νιωθα. Ολόιδια, σαν φιλοξενήθηκες στην στήλη της κυριακάτικης εφημερίδας -είδες, δεν χάνεται το χάρισμα τόσο εύκολα- αυτήν που όλως παραδόξως, αναβλύζει και πάλι απ’ την καρδιά. Αυτήν, που ακόμα δεν κατάφερα να της δώσω όνομα και φοβήθηκα μην την πάρει έτσι ξαφνικά η σοροκάδα.
Καληνύχτα
Απρίλης: Τρίτο γράμμα
Μεγάλη Τετάρτη
Καλέ μου, λες και θα ΄σταζε μολύβι, από στιγμή σε στιγμή, ο ουρανός σήμερα.
Αργά, αθόρυβα, ανύποπτα σε χρόνο, έσταζαν και τα κεριά στο μανουάλι της εκκλησιάς. Έτσι σιωπηλά, υψωνότανε ως τον τρούλο και το θυμίαμα. Έτσι και το ευαγγελικό ανάγνωσμα αγάλι, αγάλι, κεντούσε τη συγχώρεση στις ψυχές μας. Αργοκίνητα κυλούσαν και τα δάκρυα στα μάγουλα μια κοπέλας, που στεκότανε σιμά στον Άη Γιώργη τον δρακοφονιά. Ίσως να ΄φταιγε το γλυκό μισόφωτο, ίσως η μανία να γυρεύω τα αόρατα μες τα ορατά και θάρρηκα πως ήταν μύρα. Εκείνα που άλειψαν κάποτες τα άχραντα πόδια, κείνα που μαρτυρούσαν τη μετάνοια – και τι είναι η μετάνοια δίχως την αμαρτία;- και στο «αναγέννησον ημάς απο της αμαρτίας» πήρε μια βαθιά ανάσα˙ εγκαρδιώθηκε, για να κονταρίσει τον δικό της δράκοντα, που της στερούσε το νερό της αθανασίας. Τούτο το νερό – η αγάπη – μονάχα μπορεί να σβήσει της ψυχής μας τη δίψα. Αυτή και πάσης ευδαιμονίας η αιτία. Λίγο πρίν βυθιστώ στις σκέψεις για τα καλά, ένα παιδάκι έβγαλε μια στριγκιά. Πάσκιζε να λευτερωθεί απ’ του πατέρα τα χέρια. Γειώθηκα. Ευτυχώς δηλαδή, γιατί και το τώρα, έχει τη δικιά του αξία.
Καληνύχτα.
Απρίλης: Τέταρτο γράμμα
Μεγάλη Πέμπτη
Καλέ μου, ‘πόψε τ’ άστρα ακουμπούσαν τα μουσκεμένα ευκαλυπτόφυλλα.
Μετά το «τον τάφο σφραγίσαντες τον λίθον μετά της κουστωδίας» όλοι σκορπίσαμε, σφαλιστήκαμε στα σπιτικά μας. Και κάθ’ ένας μας, μετρούσε και ζύγιαζε το δικό του δράμα. Μετρούσαμε τους μυστικους μας δείπνους –μα μετριέται η ιεροσύνη, στων δυό, που έρχονται σε κοινωνία;- της Γεσθημανή μας –η αγάπη δεν θα ΄πρεπε να σκιάζει τον φόβο, την αγωνία;- το φιλί του Ιούδα μας – και πούνε τα χέρια να θάψουν το σώμα;- το πονηρό βλέμμα του Άννα και του Καϊάφα της φυλής μας –άραγε,΄λάβανε υπόψην ποτές τα «Ουαί» που ξεστομίστηκαν;– την κραυγή του λευτερωμένου Βαραβά –μονάχα με βία, βρίσκει κανείς δικαίωση στα επίγεια;- την στάση του Πιλάτου –αυτή η αμφιθυμία δεν είναι και το γνώρισμα του αιώνα μας;- του όχλου το θέλημα για σταύρωμα –ανελέητοι δυνάστες˙ δικαστές˙ δήμιοι˙ δεν είμαστε στου αλλουνού το πρώτο παραστράτημα;– και τέλος την ανηφορία˙ -ο δικός μας Γολγοθάς ήταν σπαρμένος απο λίγα φιλιά και πολλά δάκρυα – κι έτσι μονάχα, ανεβαίνει κανείς στα ουράνια.
Καληνύχτα.
Απρίλης: Πέμπτο γράμμα
Μεγάλη Παρασκευή
Καλέ μου, στο κέντρο της πόλης σωστό πανδαιμόνιο σήμερα.
Στην πλατεία, οι καταστηματάρχες κρέμαγαν το «μετά το Πάσχα» -Πάσχα στο χωριό. Ευκαιρία για ξέσκασμα, ευκαιρία για να θυμηθούν την παιδική τους αθωότητα- στην τζαμαρία. Πιο πέρα, ένας κοντογένης γέρος, ζύγωνε το καφενείο που ΄τανε στη γωνία, Στα λεωφορεία, ένα νεαρό ζευγάρι φιλιότανε στο παγκάκι κάτω απ’ το πρόγραμμα με τα δρομολόγια˙ ένας μελαμψός φοιτητής, κοίταζε το ρολόι του κάθε δυο λεπτά κι εγώ πάλι, περίμενα για κείνο που πάει στην παλιά αγορά. Όχι πως ήταν μακριά, αλλά με τέτοια συννεφιά δεν το ρίσκαρα. Εκεί θα ΄βρισκα άνηθο για τη σούπα και για τον επιτάφιο λίγα χρυσάνθεμα. Λιλά και λευκά˙ κι έτσι όπως άνοιξα το πορτοφόλι για να δείξω στον οδηγό ταυτότητα κι άλλα σχετικά, είδα την δικιά σου φωτογραφία. Εκείνη που βγάλαμε, στο γιοφύρι με τα πλατάνια -μας εξαπάτησαν της άνοιξης τα ερωτόλογα και…- Όχι, ήταν ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου που με τσάκισε σήμερα. Δεν θα ξαναδώ ΄κείνα τα γελαστά μάτια σαν του ΄λεγα καλημέρα, δεν θα ξανακούσω… και ‘πόψε στο λιτάνεμα, έπλαθα μυστικά εγκώμια γι’ όλους τους ανώνυμους αγίους που περπάτησαν κάποτε ανάμεσά μας.
Καληνύχτα.