Δεν είναι πολλές οι αναμνήσεις. Δεν είναι πολλές οι στιγμές, ούτε οι ώρες, ούτε οι μέρες, ούτε τα λεπτά… Μια πληγή που μένει πάντα ανοιχτή. Μια ψυχή που μπορεί να πονάει, μια ψυχή που μπορεί να θέλει να σε αγκαλιάσει και να μην ξέρει τον τρόπο, να θέλει να μιλήσει και να μην μπορεί, να προσπαθεί να ζήσει όπως εσύ και να μην έχει αυτή την ευκαιρία… Δεν μιλάω για θάνατο, δεν μιλάω για μια απλή αρρώστια, μιλάω για την αρρώστια της αδελφής μου, για ένα λάθος ενός γιατρού που της στοίχισε τον τρόπο που θα μπορούσε να ζήσει, που θα μπορούσε να κάνει όλα αυτά που μπορεί και έχει κάνει κάποιος άνθρωπος.
Εγώ δεν πρόλαβα να την γνωρίσω. Δεν την θυμάμαι, δεν έζησα μαζί της, δεν ξέρω πώς αγαπούσε και πώς το έδειχνε, δεν πρόλαβα καν να ακούσω την φωνή της. Αυτά που ξέρω γι’ αυτήν δεν είναι τίποτα περισσότερο από απλές ιστορίες, από στιγμές που πρόλαβαν να ζήσουν οι άλλοι. Αυτό που θυμάμαι πιο χαρακτηριστικά από όλα είναι την γιαγιά μου, όταν πήγαινα σπίτι της για να κάτσω κάτω από την ζεστή κουβέρτα κρατώντας το χέρι της και αγκαλιάζοντας την αγάπη που μου έδινε, να μου λέει: “Έτσι καθόμουν με την αδελφή σου, έτσι ξαπλώναμε…” και άλλες αναμνήσεις που είχε μαζί της. Μόνο από φωτογραφίες είδα λίγες στιγμές από την ζωή της. Από την ζωή που δεν πρόλαβε να ξεκινήσει. Όταν ρωτούσα μικρή “πώς έγινε;” ποτέ δεν ήταν η απάντηση αυτή που περίμενα να ακούσω. Μεγαλώνοντας άρχισα να καταλαβαίνω, να συνειδητοποιώ τι είχε συμβεί και το “θα γίνει καλά” που άκουγα από το στόμα τους ήταν απλά μια φράση που δεν θα γινόταν ποτέ.
Είμαστε στο 2019, αλλά εγώ θα ήθελα να ζω στο 2000. Για να την δω να χαμογελάει, να τρέχει, να φωνάζει μπαμπά, μαμά, να ακούσω μόνο την φωνή της. Θα ήθελα μεγαλώνοντας να έχω όλες μου τις αδελφές στο πάρτι γενεθλίων μου, να είμαστε όλες μαζί όταν πηγαίνουμε διακοπές, να παίζουμε όλες μαζί. Αν μπορούσα να της δώσω την ζωή μου θα το έκανα, αν μπορούσα να της δώσω λίγα χρόνια από εμένα πάλι θα το έκανα. Γι’ αυτήν θα τα έκανα όλα, ακόμα και στην κόλαση θα πήγαινα. Δεν ξέρω αν μπορεί κανείς να καταλάβει το πώς νιώθω, αν μπορεί να νιώσει αυτό το κενό που έχω μέσα μου. Δεν την έχω ακούσει ποτέ να φωνάζει το όνομα μου, ακόμα και στα βίντεο που υπάρχουν μαζί της δεν ήξερε καν ότι θα ερχόμουν και εγώ στην ζωή και άλλη μια ακόμη αδερφή για να συμπληρώσουμε την τετράδα. Μετά από 15 χρόνια λοιπόν είμαι αυτή που μιλάει για πρώτη φορά για την αδερφή της.
Όταν ήμουν πιο μικρή, καθόμουν στο σαλόνι με την μεγάλη μου αδερφή που σιδέρωνε και την Ελευθερία στο καρότσι. Θυμάμαι πώς της κρατούσα το χέρι και της μιλούσα, έκανα διάφορες ερωτήσεις και της έλεγα “Ελευθερία; Γιατί δεν μου μιλάς; Άντε πες μου..”. Η άλλη μου αδερφή δεν μιλούσε μόνο κοιτούσε.. Μέχρι που κάποια στιγμή μου φώναξε “Νικολέτα τι την ρωτάς; Δεν έχεις καταλάβει ότι δεν πρόκειται ποτέ να σου απαντήσει;”. Σαν μικρή που ήμουν της αντιμίλησα και της είπα “Εσύ πώς το ξέρεις;”. Το ρώτησα και ας ήξερα ότι είχε δίκιο. Βαθιά μέσα μου είχα μια ακόμη ελπίδα που εκείνη την στιγμή χάθηκε. Όταν γύρισα και την κοίταξα λοιπόν αυτό που είδα στα μάτια της δεν ήταν ο θυμός που έβγαλε με την φωνή της, αλλά ο πόνος που έβγαινε από την ψυχή της. Δεν νομίζω πως ο πόνος που νιώθει είναι μεγαλύτερος, όλοι μας πονάμε. Απλά δεν ξέρω ποιος πονάει περισσότερο εμείς που δεν την γνωρίσαμε ή οι υπόλοιποι που έζησαν λίγο από την ζωή της.
Όταν μαζευόμασταν όλοι μαζί τα Χριστούγεννα, όλοι είχαν να πουν ιστορίες από το τι ζαβολιές έκανε και πόσο καλή και ευαίσθητη ήταν. Έλεγε ο παππούς μου, η γιαγιά μου, η θεία μου, ένας ένας με την σειρά. Όμως δεν θυμάμαι την μαμά μου να λέει πολλά μόνο λίγα πράγματα και ο μπαμπάς μου δεν μιλούσε καθόλου. Όταν τον ρωτούσα “Εσύ μπαμπά; Τι θυμάσαι;”. Μου απαντούσε πάντα “Εγώ δεν θυμάμαι”. Δεν συνέχιζα ποτέ την συζήτηση πάντα άφηνα την απάντηση του να πέφτει κάτω χωρίς να θέλω να ρωτήσω το γιατί. Ήξερα πως πονούσε πολύ και για να μην πονάει τόσο, δεν ήθελε να θυμάται πως την είχε και την έχασε. Όταν αρρωσταίναμε ο πατέρας μου ήταν συνέχεια από πάνω μας να μας να φροντίζει και να μας προσέχει, ίσως επειδή όλα ξεκίνησαν από μια αρρώστια. Μια μέρα μαλώναμε γιατί δεν θέλει να είμαι συνέχεια με το κινητό όταν τον ρώτησα γιατί μου φωνάζει τόσο πολύ μου απάντησε “Δεν θέλω να χάσω και άλλο παιδί”. Σώπασα και απλά έσκυψα το κεφάλι.
Μερικές φορές όταν αναλαμβάνω σαν μεγάλη αδερφή την ευθύνη να προσέχω την Ελευθερία επειδή οι γονείς μου λείπουν για δουλειά, συνήθως το βράδυ, έχει τύχει πολλές φορές να ξαπλώνω δίπλα της για να κοιμηθούμε μαζί και για να μην νιώθει μόνη της. Κάθομαι την κοιτάω, της μιλάω, της πιάνω το χέρι και είναι κι εκείνη η στιγμή που σταματάω να μιλάω. Καθόμαστε απλά και κοιταζόμαστε μέσα στα μάτια και οι δύο. Είναι η μόνη στιγμή που νομίζω πώς με καταλαβαίνει και με ακούει, μπορεί να ακούσει την καρδιά μου και με ένα βλέμμα της να μου την ηρεμήσει. Κάθε φορά που γίνεται αυτό, τα θυμάμαι όλα, όλα όσα έχασα από την κανονική ζωή της. Δεν καταφέρνω για πολύ να κρατήσω τα δάκρυα μου. Απελευθερώνω όλα τα δάκρυα που είχα εγκλωβισμένα μέσα στα μάτια μου, δίχως πλέον αυτοσυγκράτηση και το κλάμα γίνεται θρήνος.
Υπάρχουν στιγμές που όλοι μας έχουμε πονέσει με διαφορετικό τρόπο και με διαφορετικό συναίσθημα. Τότε μας βασανίζει το ερώτημα “Γιατί σε εμάς;.. Γιατί σε εμάς κι όχι σε κάποιον άλλον;”. Πήραμε ποτέ απάντηση; Ήταν αυτή που πιστεύαμε πως είναι η σωστή; Εγώ πλέον έχω φτάσει 16 χρονών και η απάντηση που δίνω στον εαυτό μου είναι “Ο Θεός τα κάνει όλα για κάποιον λόγο, πιστεύω πως διάλεξε εμάς γιατί είμαστε δυνατοί”. Την αδερφή μου λοιπόν την βλέπω σαν έναν φύλακα άγγελο, που μας τον έστειλε Αυτός. Μας την έστειλε για να μας κρατάει ενωμένους και δυνατούς. Έχουν περάσει αρκετά χρόνια. Αρκετά ώστε να συνειδητοποιήσουμε όλοι μας πως γυρισμό δεν έχει.. Η μόνη εικόνα που έχουμε τώρα από αυτήν είναι ξαπλωμένη σε ένα κρεβάτι, ή καθισμένη σε ένα καρότσι.