Θα έρθουν τα παιδιά του και τα εγγόνια του να κάνουν Πάσχα στο χωριό. Από τότε που έχασε τη γυναίκα του ήταν μόνος και περίμενε τέτοιες μέρες για να τους δει όλους. Του είχε πει ο μεγάλος γιος:
– Έλα πατέρα να μείνεις μαζί μας, έχουμε ξεχωριστό χώρο για σένα.
Δεν άφηνε αυτός τη βολή του, το σπίτι που έζησε ογδόντα πέντε χρόνια με τη σύντροφο της ζωής του. Τους επισκέφτηκε πολλές φορές, χάρηκε με την προκοπή των παιδιών, έβλεπε κι άκουγε τα εγγόνια του, αγόρια και κορίτσια να πετάνε λέξεις ακαταλαβίστικες:
– Παππού αυτό είναι το tablet μου, και αυτό το pc της Μαρκέλας.
Μιλούσαν μεταξύ τους και ενώ ήταν δίπλα-δίπλα έλεγαν θα τα πούμε στο facebook ή στο instagram, σου έστειλα emoji, άλλαξα το λειτουργικό σύστημα σε Linux και θέλω να το δοκιμάσω. Όλη μέρα κρατούσαν τα κινητά τους τηλέφωνα και περπατούσαν με αυτά στο χέρι, στο τραπέζι πιρούνι και κινητό μπερδεύονταν, τζατζίκι και unfollow έκαναν την ίδια δουλειά. Τον κούραζαν τόσο όλα αυτά…
Ο ίδιος αρνιόταν να πάρει κινητό κι ας τον κορόιδευαν στο καφενείο. Μια τηλεόραση είχε μόνο ασπρόμαυρη και το σταθερό τηλέφωνο που χτυπούσε για να μιλήσει μαζί τους.
Τον αγαπούσαν όμως όλα τα εγγόνια και ένιωθαν, όπως του είπαν, όταν έρχονταν στο χωριό, σαν Ροβινσώνες. Καμάρωνε εκείνος γιατί είχε να τους προσφέρει κάτι διαφορετικό.
Έφτασαν λοιπόν οι μέρες του Πάσχα και σκέφτηκε πως καλό θα ήταν να κόψει τα χόρτα και να περιποιηθεί την αυλή, μη στραβομουτσουνιάζουν οι νύφες και μουρμουρίζουν πως έχουν ένα σωρό δουλειές να κάνουν.
Πήρε λοιπόν την τσάπα κι άρχισε να σκάβει και να κόβει τις αγριάδες, τις αγριοζοχιές, τις γλιστρίδες, τα βλίτα. Κουράστηκε γρήγορα, η ηλικία βλέπεις, και τότε ήταν που τον πήρε το παράπονο, πως δεν έχει κανέναν να τον βοηθήσει, πως τα χέρια και τα πόδια δεν τον υπακούν πια, πως με μια τσάπα δεν μπορεί να ξεχορταριάσει όλη την αυλή.
Η κόρνα που ακούστηκε τον ενόχλησε, μα σαν είδε τους γιους και τα εγγόνια να κατεβαίνουν σπρώχνοντας ένα… περίεργο καρότσι χάρηκε και σκέφτηκε: «Μ’ άκουσε ο Θεός».
– Πατέρα έφερα μια μηχανή να κόβουμε τα χόρτα.
– Το γκαζόν είπα στις φίλες μου, φώναξε η μεγάλη νύφη.
– Παππού φέραμε μια ηλεκτροκίνητη ψησταριά, θα σου προγραμματίσω και το κινητό και θα σου δείξω πώς να το χρησιμοποιείς.
Τι να πει τώρα, ότι θέλει τη μηχανή που κόβει τα χόρτα, μα όχι τ’ άλλα; Μισές δουλειές θα κάνει; Ή τα δέχεσαι και εκσυγχρονίζεσαι ή παραμένεις Ροβινσώνας.