ΓΡΑΦΕΙΝ

Οι βόλτες του ήλιου

Ο ήλιος ανέτειλε σιγά-σιγά. Πάντα του άρεσε η χρωματική παλέτα της Ανατολής. Απαλό ροζ, κόκκινο, πορτοκαλί, σιγά -σιγά ξεθωριάζει και τότε εμφανίζεται στη σκηνή αυτός. Του άρεσε που ένα μέρος της γης είχε φως και το άλλο όχι, τον διασκέδαζε τολμούσε να σκεφτεί. Τον διασκέδαζε ακόμη όταν σκεφτόταν καμιά φορά πως πολλοί άνθρωποι πολύ παλιά, έλεγαν ότι ξεκινάει με ένα άρμα που το έσερναν άλογα και έφερνε γύρα τη γη καλπάζοντας.

-Πλάκα θα είχε! Άντε, πάμε και σήμερα. Όλα στο φως!

….είπε έχοντας αντιγράψει τη φράση από αυτούς που οι άνθρωποι ονόμαζαν «πολιτικούς». Σκεφτόταν ακόμη τις προσπάθειες των ανθρώπων να τον υποκαταστήσουν τις ώρες που φώτιζε από την άλλη μεριά, τη μισή γη. Έβλεπε λάμπες, λαμπιόνια, φωτάκια, συστήματα μεγάλα και περίπλοκα κι έπιανε τον εαυτό του να χαμογελά, με χαιρεκακία, λες;

-¨Ο, τι και να κάνετε παιδιά, χαμένοι είστε. Τέλος πάντων…

Έριξε τις ακτίνες του εκεί που είχε οριστεί, άφησε την άλλη μεριά σκοτεινή και έτσι, μια φορά ακόμη, φώτισε κι έκρυψε μικρές και μεγάλες ανθρώπινες ιστορίες.

-Τρέξτε, θα βομβαρδίσουν!

Έβλεπε μπουλούκια ανθρώπων να τρέχουν, κάτω από τις λαμπρές του ακτίνες, ανάμεσα σε ερείπια που κάπνιζαν. Μπήκαν σε μια σκοτεινή είσοδο, μια τρύπα στη γη, εκεί που δεν έφτανε το φως του. Τρομαγμένοι, βρώμικοι, ιδρωμένοι ο ένας δίπλα στον άλλον στοιβαγμένοι σαν σακιά σε αποθήκη, έμεναν ακίνητοι. Ακουγόταν ο ήχος βαρύς και υπόκωφος και κάπου και ήχος από χαλάσματα που έπεφταν πάνω σε άλλα χαλάσματα. Αυτός συνέχιζε να φωτίζει μα έβλεπε κιόλας πως κάποιες ακτίνες του κρύβονταν από καπνιά και φλόγες φωτιάς.

-Δεν θέλω να δω άλλο…

Έριξε αλλού το βλέμμα του και….

-Θέλω την προσοχή σας παιδιά

Τα παιδιά, μαθητές και μαθήτριες κάθονταν στα θρανία του σε μια σχολική τάξη. Οι ακτίνες του έμπαιναν από τα μεγάλα παράθυρα χωρίς εμπόδια, ούτε σύννεφα είχε εκείνη την ώρα στο στερέωμα:

-Θα δούμε το φάσμα του λευκού φωτός

Είπε ο δάσκαλος, κρατώντας ένα περίεργο αντικείμενο στο χέρι του.

-Να το φέρνω εδώ να το χτυπά η ακτίνα του ήλιου

¨Είδε την ακτίνα του να περνά από εκείνο το περίεργο εργαλείο και …ξαφνιάστηκε: Είδε πολλά χρώματα να εμφανίζονται εκεί και

-Βλέπετε, το λευκό φως αναλύεται, διαθλάται σε επτά χρώματα, και….

Έμεινε κατάπληκτος:

-Μπράβο! Έχω τόσα χρώματα και δεν  το’ ξερα! Αυτό το πρασινάκι μου άρεσε περισσότερο πάντως από τα υπόλοιπα…

Συνέχισε τη βόλτα του στο ανέφελο πρωινό: Κάτω, στα πράσινα χωράφια, είδε έναν άνθρωπο με καπέλο να κάνει κάτι που δεν διέκρινε καλά. Πλησίασε να δει καλύτερα: Ήταν ένας ζωγράφος. Είχε στήσει το καβαλέτο του στην εξοχή, στην κορυφή ενός χαμηλού λόφου, κράταγε την παλέτα του στο χέρι. Πόσα χρώματα! Κόκκινο, μπλε της Πρωσίας, βερμίλιον, μωβ, πράσινο, ψημένη όμπρα, σιέννα κι άλλα πολλά.

Ο άνθρωπος περίμενε , παρατηρούσε. Παρατηρούσε αυτόν, το φως, τον ήλιο και προσπαθούσε να μεταφέρει το φως που έβλεπε σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, στον καμβά του, στον πίνακα.

-Θα τον δυσκολέψω μου φαίνεται. Είναι όμως καλός! Πλησιάζει πολύ την πραγματικότητα!

Ο ζωγράφος σχεδίαζε, χρωμάτιζε χωρίς σταματημό. Το ίδιο και το ίδιο τοπίο, αλλά με άλλον φωτισμό, άλλο φως κάθε φορά. Τον ξαναπαρατήρησε:

Φόραγε ψάθινο καπέλο, είχε μεγάλη γενειάδα και αεικίνητα μάτια.

-Αυτός θα πάει μπροστά σκέφτηκε. ‘Έχει πιάσει το νόημα.

Σαν γύρισε το βλέμμα κι αλλού είδε με έκπληξη πως σε άλλους αγρούς, γέφυρες, ποτάμια, πηγές, ανεμόμυλους, εισόδους και δρόμους χωριών κι άλλοι άνθρωποι παρατηρούσαν τις ακτίνες του και ζωγράφιζαν, ζωγράφιζαν το τοπίο όπως το φώτιζε εκείνος. Σαν να κολακεύτηκε λίγο, δηλαδή τι λίγο, πολύ.

-Έλα, ομολόγησέ το, μην ντρέπεσαι. Σ’ αρέσει που σε κοιτάζουν όλοι και αποτυπώνουν τις στιγμές σου…

Έφτασε και πάνω από θάλασσα. Γαλήνια, ακίνητη στραφτάλιζε όπως αυτός τη φώτιζε. Ξερός βράχος από ψηλά, άγονος, μακρόστενος με ακόμη ένα νησάκι-βράχο δίπλα του. Πλησίασε. Είδε τότε πάνω στον βράχο-νησί, απομεινάρια δρόμων παλιών, αγάλματα που του φάνηκαν λιοντάρια, λιμάνι μισοβυθισμένο, υπολείμματα κτιρίων και ναών. Είδε μάλιστα και κάποιον αφιερωμένον σ’ αυτόν.

-Μπράβο! Έχω επιτυχία σήμερα! Δύο στα δύο!

Ο τόπος ανέδιδε γαλήνη. Ο αρχαίος δρόμος ολόφωτος κάτω από τις ακτίνες του ξανάβρισκε την παλιά του αίγλη. Σαν να έβλεπε πλήθη με εμπορεύματα να βαδίζουν πάνω του για να φτάσουν στο τέλος του που ήταν οι προβλήτες του λιμανιού και περίμεναν οι ολκάδες και τα άλλα εμπορικά πλοία. Γλώσσες ακούγονταν από όλα τα μέρη του κόσμου, ρούχα πάλι το ίδιο. Από κάθε γωνιά της γης. Θυμιάματα έκαιγαν στον ναό του και ιερείς με λευκούς χιτώνες δοξολογούσαν το όνομά του.

-Δέσε, Νικόλα, δέσε!

Η φωνή τον έβγαλε από το ονειροπόλημα. Έφτανε το καραβάκι από το διπλανό νησί με πλήθη πάλι φωτισμένα από αυτόν, μα με άλλα ρούχα ή και σχεδόν χωρίς ρούχα, με διάφορες γλώσσες πάλι. Ποδοβολητό, κανένα θυμίαμα και δέηση σ’ αυτόν, αλλά φωτογραφίες και πόζες δίπλα στον ναό του, στα αγάλματα, στα βράχια.

Θύμωσε και πήγε να βουρκώσει : «Φταίω εγώ τώρα να κάνω έκλειψη, να τρελαθούν από το φόβο τους»;

-Άλλαξαν οι εποχές…Δέξου το και μην κάνεις πείσματα είπε ο πιο ψύχραιμος εαυτός του.

Πέρασε το μεσημέρι πια…

Πήρε να γυρίζει λίγο-λίγο. Προς το σούρουπο εδώ προς την Ανατολή από την άλλη μεριά. Ο περίπατος θα συνεχιζόταν από εκεί. Ποιος ξέρει τι θα’ βλεπε πάλι. Έλπιζε μόνο να τα αντέξει. Πόσο πια… ένας μικρός ήλιος ήταν κι αυτός…

Σου άρεσε;

Διάλεξε τα αστέρια που επιθυμείς!

Μέσος όρος 5 / 5. Σύνολο ψήφων: 2

Δεν υπάρχουν ψήφοι! Γίνε ο πρώτος που θα βάλει αστεράκια.

Παναγιώτης Τσακρής

Ο Παναγιώτης Τσακρής, γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Ελληνική και Γαλλική φιλολογία. Έχει εκδώσει μελέτες, την ποιητική συλλογή «Αθήναι Γενέθλιος πόλις»/Οσελότος 2017 και βρίσκεται υπό έκδοση η σειρά διηγημάτων «Τα ανθρώπινα» από τις εκδ. Βακχικόν. Άρθρα και ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε επιστημονικά και λογοτεχνικά περιοδικά και διηγήματά του έχουν βραβευθεί από την ΠΕΛ και λογοτεχνικά περιοδικά.

error: www.grafein.gr