Σταματήσαμε για τη νύχτα σε μια πανσιόν που εμφανίστηκε μπροστά μας από το πουθενά. Δεν θα την διακρίναμε μιας και ήταν πολύ πιο μακριά από τον δρόμο μας και δεν υπήρχε καμία ταμπέλα που να δηλώνει την τοποθεσία της, μάλιστα δεν υπήρχαν ούτε φώτα να υποδεικνύουν τη διαδρομή.
Ο Μάρκος τράβηξε μερικά πράγματα απλά για τη νύχτα και η Λουκία άναψε τους φακούς, εγώ απλά αγκάλιασα την Σέλη, τη γάτα μου, που ήταν ακόμα εκνευρισμένη από τη διαδρομή.
Φτάσαμε στο κατώφλι της πανσιόν την ίδια στιγμή που μια αστραπή φώτισε το μέρος για να συνειδητοποιήσω πως τα δέντρα ήταν τελείως γυμνά σαν νύχια γαμψά που προσπαθούσαν να αρπάξουν την πανσιόν και ό,τι άλλο έμπαινε μπροστά τους. Η σκέψη με αναστάτωσε για μερικά δευτερόλεπτα. Ξεκίνησε να βρέχει δυνατά.
Στην υποδοχή δεν ήταν κάνεις. Το μέρος έμοιαζε εγκαταλελειμμένο στη μοίρα του, με έπιπλα παλιά και κάπως σκονισμένα, με τις λάμπες να ρίχνουν ένα αχνό φως σε ορισμένα σημεία και ένα τζάκι αναμμένο να προσπαθεί να ζεστάνει μόνο του την παγωνιά που έκλειναν οι ξεβαμμένοι τοίχοι. Ίσως να μην έπρεπε να σταματήσουμε εδώ. Ίσως να έπρεπε να πάμε στο ξενοδοχείο τρία χιλιόμετρα πιο μακριά που υπήρχε και στον χάρτη, σε αντίθεση με αυτήν την πανσιόν.
Η Λουκία χτύπησε για τρίτη φορά το κουδουνάκι, δεν ήταν κάνεις εκεί. Η Σέλη γρύλισε ενοχλημένη με τον ήχο. Πλησίασα το τζάκι, ακριβώς από πάνω είχε μια επιβλητική φωτογραφία από ένα σκοτεινό τοπίο που, αν ήταν πρωί και έβλεπα πιο καθαρά το έξω μέρος της πανσιόν, ήμουν σίγουρη πως θα ήταν ίδιο. Ίσως και να ήταν. Δεν υπήρχε κάτι άλλο στους τοίχους. Τα παράθυρα δέχονταν τα μαστιγώματα της βροχής αδιαμαρτύρητα. Πλησίασα να δω απέξω και είδα μια σκιά να προχωράει μπροστά από το παράθυρο.
Έσφιξα τη Σέλη πάνω μου, η καρδιά μου επιτάχυνε. Η σκιά πέρασε πάλι και έπειτα πάλι μέχρι που έκανε κάτι διαφορετικό, στάθηκε μπροστά στο τζαμί και κοίταξε κατευθείαν επάνω μου. Τινάχτηκα από το φόβο μου και έτρεξα να βρω τους άλλους δύο να τους πω ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά. Ο Μάρκος έτριβε τα κάστανα του μαλλιά όσο μιλούσε με μια γυναίκα, πιο μεγάλη σε ηλικία και μακριά λευκή πλεξούδα που πρέπει να ήταν η ιδιοκτήτρια.
«Ήρθες επιτέλους, λοιπόν εσύ και η Λουκία θα μείνετε σε ένα δίκλινο και εγώ απέναντι σας ακριβώς».
«Δεν περίμενα επισκέπτες παιδιά μου και δεν έχω αλλά δωμάτια πέρα από αυτά τα δυο».
Όσο και αν μην μου άρεσε η ιδέα να μείνω εκεί, αποφάσισα να μην πω τίποτα ακόμα και να προσπαθήσω να προσποιηθώ πως ήταν όλο το συμβάν στην φαντασία μου.
«Και από τιμή;» συνέχισε ο Μάρκος.
«Μην ανησυχείτε, ας ξημερώσει πρώτα και έπειτα τα βρίσκουμε, επιτρέπονται τα κατοικίδια» είπε κοιτώντας την Σέλη. Κάτι δεν μου άρεσε στις λέξεις που είχε χρησιμοποιήσει, αλλά δεν έδωσα βάση. Ήθελα απλά να κάνω ένα ζεστό μπάνιο και να κοιμηθώ.
Δεν είχε ασανσέρ, έτσι ανεβήκαμε ως τον δεύτερο όροφο με τις σκάλες. Ο διάδρομος ήταν μακρύς και μύριζε κλεισούρα. Τα φώτα έφεγγαν ασθενικά και μάλιστα τα δύο τρεμόπαιζαν δημιουργώντας μου την άσχημη εντύπωση ότι έπρεπε να το βάλω στα πόδια.
Το δωμάτιο μας ήταν ένας χώρος μικρός και περιποιημένος, υπήρχε ένα τηλέφωνο που έμοιαζε ξεχαρβαλωμένο, μάλιστα δεν λειτουργούσε , όπως ανακαλύψαμε με την Λουκία και στους τοίχους υπήρχαν ταπετσαρίες και κρεμάστρες για τα μπουφάν μας. Η βροχή δυνάμωσε κι άλλο, ο αέρας έκανε τα γαμψά κλαδιά να κοπανάνε τα παράθυρα και να δημιουργούν σκιές απόκοσμες πάνω στις κουρτίνες.
Η Σελη κοιμόταν ήρεμη στο κρεβάτι και αυτό ήταν ένα καλό σημάδι. Αν κάτι δεν πήγαινε καλά, όπως πίστευα, η πρώτη που θα το καταλάβαινε θα ήταν εκείνη.
Αργά τη νύχτα, ο ήχος από τις σταγόνες στο μπάνιο με έκανε να ξυπνήσω για μερικά δευτερόλεπτα, το ρολόι στο κινητό μου έγραφε δύο το ξημέρωμα. Όταν άνοιξα ξανά τα μάτια μου έγραφε 2:59 μα αυτό που αντίκρισα με έκανε να κρατήσω την ανάσα μου. Τρομοκρατημένη είδα το ρολόι να αλλάζει, η ώρα πήγε ακριβώς τρεις και η Σέλη στεκόταν από πάνω μου κοιτώντας με στα μάτια, κάνοντας ένα δυστυχισμένο νιαούρισμα που με έκανε να τιναχτώ τσιρίζοντας.
Ήταν όνειρο, λουσμένη στον ιδρώτα κοίταξα το ρολόι μου έγραφε 3:01 και η Σέλη κοιτούσε καρφωμένα τον τοίχο απέναντί μας. Η Λουκία είχε ξυπνήσει από τις φωνές μου και κοιτούσε μαζί μου την γάτα. Καταλαβαίνοντας πως δεν ήταν φυσιολογικό η Σέλη να μην αντιδρά στις κινήσεις μας, άρχισε να ανησυχεί.
«Μαίρη, τι συμβαίνει;»
«Δεν ξέρω, κάτι δεν πάει καθόλου καλά».
Στον τοίχο που η γάτα μου κοιτούσε καρφωμένα άρχισαν να τρέχουν νερά. Έμοιαζε λες και το κτίριο έκλαιγε. Η γάτα μου γρύλισε στο άγνωστο. Τότε οι μεντεσέδες της ντουλάπας με ένα έντονο τρίξιμο δήλωναν πως ήταν πλέον ανοιχτή. Δεν τόλμησα να κοιτάξω πίσω μου, δεν ήθελα να μάθω τι συνέβαινε, ήθελα απλά να ανοίξω τα μάτια μου και να είναι και αυτό ένας άσχημος εφιάλτης.
Η Λουκία έκανε να ανοίξει τα φώτα, μα δεν ανάψαν και την ίδια στιγμή άρχισε να χτυπάει το τηλέφωνο. Φώναξα έντρομη, πιο πολύ επειδή ήξερα πως δεν είχε καλώδιο ώστε να λειτουργεί. Ξαναχτύπησε και ένιωσα την ανάσα μου να κόβεται. Στην τρίτη φορά, γνωρίζοντας πως δεν έπρεπε το σήκωσα. Ακουγόταν μια ανάσα μέσα από χιλιάδες παράσιτα, έπειτα σιωπή, και ύστερα ένα ψιθύρισμα γεμάτο ικεσία που έμοιαζε να χαράζεται μέσα στο μυαλό μου προκαλώντας μου φρικτό πόνο. Φύγετε από εκεί…
Έκλεισα το τηλέφωνο με τα χέρια μου να τρέμουν. Που είχαμε έρθει; Γιατί δεν πήγαμε στο ξενοδοχείο όπως είχα προτείνει; Προσπάθησα να φτάσω τη Σέλη που όλη εκείνη την ώρα κοιτούσε μια τον τοίχο, μια την τουαλέτα. Δεν ήθελε να με ακολουθήσει, τα κινητά μας άρχισαν να χτυπάνε ταυτόχρονα, η Λουκία άρχισε να κλαίει χωρίς να τολμά να ακουμπήσει τα πέλματα της στο ξύλινο δάπεδο, ούτε και εγώ τολμούσα να το κάνω γιατί ακριβώς από κάτω μας ακουγόταν ένα επαναλαμβανόμενο τρίξιμο.
Η Σελη γύρισε στο μέρος μου την ίδια στιγμή που οι φωνές του Μάρκου αντήχησαν κάνοντας και τις δύο μας να τιναχτούμε τρομοκρατημένες τελικά από το κρεβάτι.
Άρπαξα τη Σέλη, η οποία για πρώτη φορά με δάγκωσε και όρμησα στον διάδρομο με την Λουκία στο κατόπι μου με την ελπίδα ό,τι και αν ήταν αυτό κάτω από το κορβανά μην μας ακολουθήσει. Η πόρτα του Μάρκου ήταν ανοιχτή, τα πράγματα του σκορπισμένα, μα ο Μάρκος δεν ήταν πουθενά. Φωνάξαμε το όνομά του, στο πάτωμα ήταν πετάμενα το ρολόι και το κομποσκοίνι του. Οι τοίχοι στο δωμάτιο του ήταν γεμάτοι με νερό όπως και ο δικός μας.
Η Λουκία προσπάθησε να καλέσει την αστυνομία και ανέλπιστα το σήκωσαν.
«Ναι με ακούτε. Σας παρακαλώ σας παρακαλώ…ας μας βοηθήσει κάποιος είμαστε στην Πανσιόν «δια μέσου» Ναι…τί;».
Είχε ασπρίσει και η απελπισία στο γαλάζιο της βλέμμα δεν μου άρεσε καθόλου.
«Μαίρη, δεν υπάρχει αυτή η τοποθεσία λένε. Μαίρη, λένε ότι δεν βρίσκουν το στίγμα του κινητού μου. Μαίρη…λένε πως η πανσιόν αυτή έχει γκρεμιστεί εδώ και είκοσι χρόνια Μαίρη!»
Δεν πρόλαβα να της απαντήσω, πίσω ακριβώς από την Λουκία άρχισε να παίρνει μορφή, μια σκιά τόσο τεράστια που πραγματικά δεν ήξερα βάση λογικής αν έβγαζε νόημα αυτό που έβλεπαν τα μάτια μου. Δεν θα καθόμουν να δω, ό,τι κι αν ήταν αυτό το πράγμα, να μας σκοτώνει. Την τράβηξα μαζί μου και κλείσαμε την πόρτα.
Τρέξαμε προς τις σκάλες, και στο τελευταίο σκαλοπάτι στεκόταν ο Μάρκος.
«Δόξα τον Θεό!» φώναξα ανακουφισμένη. Η Λουκία εκνευρισμένη με αγριοκοίταξε και μου έκανε νόημα να μην φωνάζω.
«Θα σας βγάλω από εδώ μέσα πριν ξημερώσει! Κάντε απόλυτη ησυχία. Δεν πρέπει να καταλάβει».
«Να καταλάβει ποιος;» τον ρώτησα και μου έριξε ένα βλέμμα γεμάτο παράπονο. Το τρίξιμο του ξύλου που όλο και δυνάμωνε έκανε την καρδιά μου να χτυπάει άτακτα. Κάτι μας πλησίαζε και ήθελα να φωνάξω μα κρατιόμουν. Η Σέλη κοιτούσε έντονα τον Μάρκο γαντζωμένη επάνω μου.
«Γιατί κοιτάζει πάλι έτσι η γάτα σου Μαίρη, δεν αντέχω άλλο δεν θέλω να πεθάνουμε!» τραύλισε και εγώ την αγκάλιασα χωρίς να ξέρω τι να της πω.
Περάσαμε την υποδοχή με πολύ αργά βήματα, όμως η Λουκία πάτησε σε ένα ξύλο που έτριξε, ο Μάρκος την κοίταξε απελπισμένος και τότε την είδα. Μερικά μέτρα μακριά η γυναίκα με την λευκή πλεξούδα χαμογελούσε, ένα χαμόγελο τεράστιο σχεδόν αφύσικο, τα μάτια της γυάλιζαν μέσα στο σκοτάδι καθώς μας κοιτούσε έντονα. Είχε η όψη της κάτι σκοτεινό, κάτι απόκοσμο.
Η πόρτα ήταν ένα μόλις μέτρο μακριά μου. Έκανα να τη φτάσω, η γυναίκα με άρπαξε και τσίριξα με όλη μου την ψυχή. Το άγγιγμά της με έκαψε. Ο Μάρκος με τράβηξε από το άλλο χέρι για να με βγάλει έξω. Το άγγιγμα του ήταν σα να μην υπήρχε, δεν το αισθάνθηκα καν. Η Λουκία ούρλιαξε και εκείνη και η Σέλη τής όρμησε με μανία αναγκάζοντάς την να με αφήσει. Άνοιξα την πόρτα και βγήκαμε έξω. Οι φωνές μας κάλυψαν τον ήχο του αέρα. Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου άρχισαν να ζεσταίνουν το δέρμα μου. Η Λουκία έκλαιγε με αναφιλητά και η αστυνομία έτρεξε κοντά μας. Μας είπαν ότι βάση εμπειρίας με τα περιστατικά των τελευταίων χρόνων ήξεραν πού ήμασταν. Ο Μάρκος κοιτούσε τον ήλιο ανακουφισμένος, φαινόταν ήρεμος και η Σέλη στεκόταν σα να μην είχε συμβεί τίποτα.
«Ήμασταν Και οι τρεις μας στην πανσιόν, δεν πρέπει να είχε άλλους πελάτες». Προσπάθησα να του εξηγήσω.
Μου ζήτησε να του πω ποιος ήταν ο τρίτος της παρέας, τού έδειξα τον Μάρκο, μα δεν ήταν κάνεις εκεί μαζί μας. Σοκαρισμένη κοίταξα τον ένστολο άνδρα και άρχισα να τρέμω.
Η Λουκία κοίταξε στο μέρος που έδειχνα κοιτώντας με ανήσυχη.
«Μαίρη είσαι καλά;» έγνεψα. Όχι δεν ήμουν καλά,
«Λουκία, με είδες να μιλάω με τον Μάρκο σωστά;»
«Όχι, σε είδα να μιλάς στον εαυτό σου και τη γάτα σου να κοιτάζει πάλι το κενό όπως στο δωμάτιο». Τρομοκρατημένη άρχισα να τρέμω. Οδηγήσαμε τους αστυνομικούς στο σημείο που έπρεπε να είναι η πανσιόν. Δεν υπήρχε τίποτα πέρα από συντρίμμια.
Και οι δύο μας αρκετά σοκαρισμένες γυρίσαμε στο αμάξι.
«Δεν φταίτε εσείς. Υπήρξε όντως η πανσιόν που λέτε. Είναι ένας μύθος που λέει για την Μαρμού, την κυρά του δάσους. Ζούσε σε ένα αρχοντικό μέσα στο δάσος και δεχόταν επισκέπτες κάθε τόσο ταξιδιώτες που χρειαζόντουσαν ξεκούραση. Μια νύχτα όμως ένας ταξιδιώτης την σκότωσε και προσπάθησε να τη ληστέψει. Όμως το πνεύμα της στοίχειωσε το μέρος και ο άνδρας βρήκε τραγικό θάνατο λίγο πριν ξημερώσει. Δεν τον βρήκε ποτέ κάνεις. Το αρχοντικό το έκρυψε για να μην την ληστέψει ξανά κάνεις.
Λέγεται όμως πως μερικές νύχτες εμφανίζεται σε κάποιους ταξιδιώτες και τότε τους κρατάει για πάντα κοντά της. Έτσι θέλησαν να ερμηνεύσουν την εξαφάνιση ορισμένων ανθρώπων οι ντόπιοι, νομίζω παρόλα αυτά πως υπάρχει μεγάλη δόση αλήθειας σε κάθε μύθο και θρύλο». Κοιτούσαν τον αστυνομικό κουρασμένες. Πώς να του εξηγούσαν πως δεν ήταν άλλος μύθος;
Δηλώσαμε την εξαφάνιση του Μάρκου με μισή καρδιά και εκείνος κόλλησε την φωτογραφία του σε ένα ντοσιέ με εκατοντάδες ακόμα πρόσωπα που αγνοούνται και νομίζω πως ήταν όλοι περαστικοί και χάθηκαν στο ίδιο σημείο. Μπήκα στο αυτοκίνητο και η Λουκία ακολούθησε, πριν βάλω μπροστά, κοίταξα τα χέρια μου στο σημείο που με έτσουζαν. Στο ένα είχα το κάψιμο από το χέρι της γυναίκας, στο άλλο είχα μια μελάνια…ξεροκατάπια χωρίς να πω τίποτα στην κοπέλα δίπλα μου. Κοίταξα από τον καθρέφτη τη Σέλη που κοιτούσε τα άδεια καθίσματα και μόλις γύρισα το κεφάλι μου να την κοιτάξω, ο Μάρκος με κοιτούσε με ένα χαμόγελο αφύσικο και σκοτεινό.