Κάθε Πάσχα η ίδια δουλειά. Έχουν καθιερώσει έναν άτυπο διαγωνισμό νοικοκυροσύνης στη γειτονιά στον οποίο η μάνα μου ανακηρύσσεται νικήτρια σε κάθε κατηγορία.
Ποια κάνει τα πιο μυρωδάτα και μαστιχωτά τσουρέκια; Αυτή!
Ποια κάνει τα πιο φουσκωτά κουλούρια; Αυτή!
Ποια κάνει την πιο νόστιμη μαγειρίτσα; Αυτή!
Ποια μαγειρεύει τζιροσαρμάδες, «μπιτζιβίσια» και αρνάκι στη γάστρα με την παραδοσιακή Θρακιώτικη συνταγή; Αυτή!
Στο βάψιμο όμως των αυγών η μάνα μου νικιέται κατά κράτος. Οι άλλες, οι φιλενάδες της, ξέρουν κόλπα που δεν τα μαρτυρούν. Τα αυγά τους είναι πιο κόκκινα και πιο γυαλιστερά από τα δικά της.
«Η μπογιά φταίει. Τα κορίτσια δεν αγοράζουν βαφή από το super market αλλά από ένα συνοικιακό μαγαζί με μπαχάρια και βότανα», ανακάλυψε το μυστικό τους και μου έδωσε εντολή να αγοράσω βαφή από το ίδιο μαγαζί.
Εγώ φυσικά το ξέχασα και έτσι πέρσι Μ. Πέμπτη ξεμείναμε από κόκκινη μπογιά για τα αυγά.
«Και τώρα; Ποιος την ακούει; Αλίμονο σε μένα!», σκέφτηκα.
Άνοιξα το Pinterest να ξεσηκώσω καμία ιδέα κι άρχισα να φτιάχνω αυγά φατσούλες με ό,τι υλικά είχα στο σπίτι. Νήματα για μαλλιά, χάντρες για μάτια, ζωγραφιστά χαμόγελα με πολύχρωμους μαρκαδόρους. Μόλις τα είδε, της ήρθε συγκοπή. Καμία σχέση με τα παραδοσιακά, κόκκινα, χριστιανικά αυγά που στολίζουν τις ασημένιες πιατέλες των φιλενάδων της.
«Έλα, ρε μαμά!», προσπάθησα να την καλμάρω. «Κοίταξέ τους τους καημένους τι όμορφοι που είναι. Ορίστε, αυτόν του έδωσα το όνομά σου. Τον λένε Βαγγέλη», της είπα και σήκωσα στο χέρι μου ένα αβγό ανθρωπάκο.
Τα μάτια της, κόκκινα, φλογισμένα, σαν δύο κομμάτια πυρακτωμένης λάβας, έτοιμα να ξεχυθούν στο δωμάτιο και να κάψουν τα πάντα στο διάβα τους και πρώτη και καλύτερη εμένα.
«Σκέψου, ποιος άλλος στη γειτονιά έχει τέτοια αβγά;», συνέχισα να υπερασπίζομαι τα αβγά μου απτόητη.
Η ιδέα της πρωτοτυπίας σα να της καλάρεσε. Έβαλε τα χέρια στη μέση και παρατηρούσε προσεχτικά τα αβγά συνεχίζοντας να μου ρίχνει δολοφονικές ματιές.
Τότε χτύπησε το τηλέφωνο. Είναι αυτό που λέμε «saved by the bell»! Οι φιλενάδες της ήταν και κάτι πρέπει να της είπαν για τα αβγά γιατί την άκουσα να λέει: «Αμάν, κάθε χρόνο τα ίδια και τα ίδια. Δε βαρεθήκατε τα κόκκινα αβγά; Εμείς φέτος πρωτοτυπήσαμε! Δεν έχετε ξαναδεί τέτοια αβγά. Ελάτε, σας περιμένω. Ψήνω καφέ…»
Και πριν προλάβω να αναθαρρήσω, με φωνή που θύμιζε το δαιμονισμένο κοριτσάκι στον εξορκιστή με πρόσταξε: «Φέρε μου γρήγορα το ψαλίδι από το τρίτο συρτάρι της κουζίνας. Να τους κουρέψω λίγο, να τους σουλουπώσω, πριν έρθουν τα κορίτσια. Ξεμαλλιασμένους μου τους έφερες!».