Σε μια χώρα που τρώει τα παιδιά της μια μέρα τα σώματα έφυγαν απ’ το κατώφλι του σπιτιού τους μα η ψυχή έμεινε στον διάδρομο και κλείδωσε την πόρτα. Ένα τηλεφώνημα που πόνεσε στα σπλάχνα κάθε μάνας πιο πολύ απ’ την γέννα. Ψυχές που αντάμωσαν σ’ ένα τρένο που το εισιτήριο έγραφε προορισμό τον παράδεισο.
Πώς μισεί τόσο πολύ μια χώρα τα παιδιά που προσπαθούν να την κρατήσουν; Πώς μια χώρα πενθεί τα παιδιά που χάνονται στις ράγες; Πώς; Κάθε μάνα πάγωσε και η μυρωδιά του θανάτου και της οργής θα υπάρχει για πάντα στα Τέμπη.
Στο ίδιο έργο θεατές. Χειρότερο από κάθε τραγωδία που θα δεις σε μια ταινία. Δεν υπάρχει καμία συμπόνια μπροστά στο χρήμα, μπροστά στους ψυχρούς δημοσιογράφους και στους άψυχους πολιτικούς που θα κοιτάξουν να περάσουν το φταίξιμο στον επόμενο λες και υπάρχει επιστροφή.
Μόνο ένα στοίχειωμα, ένας πόνος που σκεπάζει σαν μαύρο πανί μια χώρα γεμάτη χρώμα. Αυτό είμαστε ή μάλλον αυτό μας έκαναν. Μια χώρα που τρώει τα παιδιά της μα όπως είπε και ο Ρίτσος: «Ποτέ δεν φεύγουν τα νεκρά παιδιά απ’ τα σπίτια τους».