«Έλα γρήγορα. Δεν είμαι καλά.»
Αυτή ήταν η φράση-κλειδί που μ’ έκανε να πληκτρολογώ τη μετακίνηση 4 στο κινητό και να διακτινίζομαι στο πατρικό μου τουλάχιστον δύο φορές την ημέρα από την έναρξη της καραντίνας. Άλλες φορές ήταν μία ζάλη, μία ημικρανία, μία δύσπνοια, ένα «μυρμήγκιασμα» στο δεξί μάτι, κι άλλες ένας πόνος στη μέση, μία αστάθεια στο δεξί πόδι, μία στο αριστερό…
Σ’ έναν ωκεανό θλίψης και μελαγχολίας βυθιζόταν μέρα με τη μέρα. Σήμερα ήταν απαρηγόρητη. Μου έδειξε τη λίστα με τα ψώνια που πάσχιζε να γράψει από το πρωί. Δεν μπορούσε να θυμηθεί πώς γράφεται η ζάχαρη, με ι ή με η. Και μόνο στη σκέψη ότι το παιδί του γειτονικού μπακάλικου θα σχολίαζε την ανορθογραφία της κοκκίνισαν τα μάγουλά της από ντροπή και γέμισαν τα μάτια της με δάκρυα. Πώς ήταν δυνατόν να συμβαίνει αυτό το κακό σ’ αυτήν που στο κάτω-κάτω τελείωσε κι ένα γυμνάσιο και ήταν και καλή μαθήτρια!
«Από τότε που κλειστήκαμε στο σπίτι κάτι συμβαίνει μέσα στο κεφάλι μου. Το νιώθω. Δεν είμαι αυτή που ήμουν. Έχω αρχίσει να ξεχνάω», ομολόγησε σχεδόν ενοχικά την πηγή της δυστυχίας της. Ξεχνούσε να βάλει αλάτι στο φαγητό, να σβήσει το μάτι της κουζίνας, να πάρει τα φάρμακά της. Και τώρα: Λησμόνησε τα τελικά η/ι των λέξεων.
Πήρα μολύβι και χαρτί και κάναμε μάθημα γραμματικής στο τραπέζι της κουζίνας, πάνω στο ξεχασμένο από το Πάσχα πλαστικό τραπεζομάντηλο με τους πασχαλινούς λαγούς και τα κόκκινα αυγά. Γρήγορα θυμήθηκε! Η διάθεσή της άλλαξε στη στιγμή!
«Λοιπόν, τα θηλυκά παίρνουν η μπροστά και η στο τέλος, όπως η ζάχαρη. Το μπροστά η το λέμε άρθρο και το τελικό η το λέμε κατάληξη. Αυτά που δεν είναι ούτε αρσενικά ούτε θηλυκά λέγονται ουδέτερα. Παίρνουν το μπροστά και ι στο τέλος, όπως το γατί», έκανε επίδειξη γνώσεων ενθουσιασμένη! Χαμογελούσε! Ψήσαμε καφέ και φτιάξαμε κουλουράκια να το γιορτάσουμε. Με κόκκινο μαρκαδόρο κύκλωσε την ημερομηνία στο επιτοίχιο ημερολόγιο της κουζίνας. Να θυμάται την ημέρα που θυμήθηκε τα τελικά η/ι.
Το βραδάκι καθώς άφηνα το πατρικό μου άκουγα τις γειτόνισσες στα μπαλκόνια να μοιράζουν ευχές η μία στην άλλη: «Χρόνια πολλά», «Χριστός Ανέστη», «Αληθώς Ανέστη». Σκεφτόμουν πως Εκείνος τουλάχιστον αναστήθηκε. Για μας τις δύο η ανάσταση αργούσε πολύ. Μπροστά μας ορθώνονταν ένας Γολγοθάς. Και θα τον ανεβαίναμε μαζί, πιασμένες χέρι-χέρι. Εγώ κι εκείνη…