Από το παράθυρο του γραφείου της είδε τον Ράβι με το προβατίσιο τζάκετ να διασχίζει την πλατεία του δημαρχείου. Κρατούσε ένα μπουκέτο κίτρινες τουλίπες. Λύσαγε ο αγέρας και τα φοινικόδεντρα της πλατείας του Χάκνεϊ λύγιζαν, όπως λύγιζαν και τα κλαράκια του φασκόμηλου στην κούπα της, τώρα που τα ανακάτευε με τη φορά του ρολογιού. Έξι και τέταρτο.
«Πώς λες να κλείσουμε αυτό μας το κεφάλαιο;» έπαιξε με το στυλό της.
«Σκεφτόμουνα πως κάθε Δευτέρα ήταν σαν να ξετύλιγα τις σκέψεις μου τις κουβαριασμένες» της είπε. «Κι εσύ… πάσχιζες να δέσεις με σχοινάκια τις άκρες. Μπας και μπορέσω να ξαναπλέξω τη ζωή μου μετά το θάνατο της μάνας μου».
«Και πώς νιώθεις τώρα που άρχισες το πλέξιμο ξανά;» τον ρώτησε.
«Νέες τεχνικές πρέπει να μάθω. Φοβάμαι, αλλά γουστάρω τη πρόκληση, ξέρεις, πάντα μου αρέσουν τα καινούργια» γέλασε.
«Από τις αποτυχημένες οντισιόν, λοιπόν, του Γουέστ Εντ, έτοιμος για ολόδικο σου ντοκιμαντέρ στην Ινδία. Από περφόρμερ σε σκηνοθέτη – δεν το λες και μικρή αλλαγή».
«Με βοήθησες πολύ. Να, που ξανάρχισα να μιλάω με τη μάνα μου, μέσα στο νου μου, έστω μέσα από τα άλμπουμ τα οικογενειακά». Έβγαλε μία φωτογραφία από το τζάκετ του.
Σ’ ένα λιβάδι με παπαρούνες, μια γυναίκα με κόκκινα σγουρά μαλλιά, αγκαλιά μ’ ένα αγοράκι κυνηγάνε έναν κόκορα με τη βιντεοκάμερα.
«Μία εικόνα χίλιες λέξεις, λοιπόν. Δες με, από έξι χρονών, κινηματογραφιστής. Τζάμπα η δραματική σχολή!» χαμογέλασε.
Πήρε τη φωτογραφία στα χέρια της. «Το βίντεο με τον κόκορα το έχεις κρατήσει κάπου; Να λες ήταν η πρώτη σου δουλειά». Σώπασαν. «Θυμάσαι που απέφευγες να μιλήσεις για εκείνη; Κι είχες δίκιο, για όλους μας είναι δύσκολο πολύ το πένθος, μπορεί να μας καταπιεί ολόκληρους καμιά φορά».
«Είχα πείσει τον εαυτό μου ότι όταν πεθαίνει κανείς, πρέπει να λέμε αντίο οριστικά. Αλλά ‘ντάξει, δεν ήθελα να κλαίω, τώρα τι να λέμε. Τώρα κάπως τη κρατάω ζωντανή, κοντά μου, κι ας πονάει» κούνησε τη φωτογραφία.
Εκείνη έβαλε τις τουλίπες σ’ ένα βάζο. Χαζέψανε μαζί έξω από το παράθυρο τα φοινικόδεντρα της πλατείας του Χάκνει που λύγιζαν απ’ τον αγέρα.
«Άφησα τον εαυτό μου να λυγίσει, γι’ αυτό δεν έσπασα τελικά».
Το παρόν κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Τα πρόσωπα, τα ονόματα και οι καταστάσεις είναι φανταστικά και οποιαδήποτε ομοιότητα είναι συμπτωματική και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.