Το αγόρι στην άκρη του ουράνιου τόξου τη σκέφτονταν συνέχεια
καθώς τύλιγε σε κορδέλες τα
χρώματά του.
Η βροχή βάλσαμο στην ψυχή και η
προσμονή ένας χρησμός πως
κάποτε θα περπατήσει στα χνάρια της.
Και του έφταναν οι στάλες να ζωγραφίζει τη μορφή της.
αφού περίσσευαν οι λέξεις.
Και φεύγαν οι χειμώνες να συναντήσουν τα καλοκαίρια.
Ήταν τότε που του λείπε παράφορα σαν στέρευαν τα σύννεφα.
Κλωστές που υφαίναν τα αστέρια γίνονταν νήματα στον ουρανό
πυξίδα να της φτιάξει.
Και ήξερε πως θα ‘ρθει σαν το θρόισμα των φύλλων με την οσμή
της μπόρας εκεί στην άκρη του
ουράνιου τόξου.
Και χει φυλάξει θησαυρούς …στα
πόδια της να αφήσει
δροσοσταλίδες για να πιει την μοίρα να ξορκίσει.
Μα ποιος κατάφερε να δει στην άλλη άκρη της γης το κορίτσι να
περπατά στα σύννεφα;