Με περίμενε. Έκανε χώρο να ξαπλώσω δίπλα του στον καναπέ. Ένα μάτσο κόκαλα μέσα στις βαμβακερές γαλάζιες πιτζάμες που του αγόρασα. Έτσι τον είχε καταντήσει η αρρώστια. Έστριψα δύο τσιγάρα. Είχα να καπνίσω από φοιτήτρια. Ρουφούσαμε ηδονικά τον καπνό βυθισμένοι στις σκέψεις μας. Έσπασε πρώτος τη σιωπή.
– Την πήδηξα τη ζωή μου; Τι λες;
– Την έζησες τη ζωή σου! Λίγοι μπορούν να το πουν αυτό!
Έστριψα άλλα δέκα τσιγάρα. Τα έβαλα μέσα στο κουτί με τα παυσίπονα και του έκλεισα συνωμοτικά το μάτι.
– Πότε θα με πας στο χωριό; Το υποσχέθηκες!
Σήμερα κράτησα την υπόσχεσή μου. Ανοίξαμε απ’ το πρωί το πατρικό μας στο χωριό. Το ξεσκονίσαμε, το αερίσαμε, να φύγει εκείνη η μυρουδιά της κλεισούρας. Σκεπάσαμε τους καθρέφτες με τα κοφτά εργόχειρα της γιαγιάς κι ανάψαμε την ξυλόσομπα.
Όλοι ήρθαν να τον δουν. Φίλοι, συγγενείς, συγχωριανοί, πρόσωπα αγαπημένα! Πολύς κόσμος για το μικρό μας σαλονάκι. Η πολυκοσμία τού άρεσε. Αν μπορούσε να σηκωθεί θα έψηνε για όλους καφέ και θα τους κερνούσε γλυκό του κουταλιού. Ένας ένας τον χαιρετούσαν. Κάτι καλό είχαν να θυμηθούν και να του πουν.
Έμεινα τελευταία. Έκρυψα ένα πακέτο καπνό κάτω απ’ τα άσπρα χρυσάνθεμα που ζέσταιναν το άψυχο κορμί του και ψέλλισα «Καλό Παράδεισο!»






