Τραβούσε κουπί επιδέξια για ώρες, μέρες, μήνες, χρόνια
Σαν τους σκλάβους στις γαλέρες
Με σκυμμένο κεφάλι στραγγισμένο από σκέψεις
Με ελπίδες κομμάτια απ’ το μανιασμένο μαστίγιο
Τώρα μεσοπέλαγα έριξε τα κουπιά στο νερό
Να γιάνουν οι πληγές τους με την αλμύρα της θάλασσας
Να ξαλαφρώσει κι η βάρκα απ’ το βάρος τους
Να ξαλαφρώσει κι αυτός με την απουσία τους…






