Ένα κομμάτι γης ποθούσε! Θα το αγόραζε με τα χρήματα της σύνταξης και θα έστηνε τη φάρμα του. Και τι δεν θα είχε μέσα; Από φρούτα και λαχανικά μέχρι κότες, κουνέλια, περιστέρια, κατσίκες, οπωσδήποτε μία γελάδα κι ένα ζευγάρι γουρούνια.
Κλείσαμε πίσω μας την πόρτα του γιατρού εκείνο το βροχερό απόγευμα παγωμένοι, αμίλητοι, μουδιασμένοι. Με αγκάλιασε και μου είπε: «Μη στεναχωριέσαι βρε χαζούλα! Εγώ μια φορά θα το φτιάξω το χωραφάκι μας. Μόνο που θα είναι εκεί ψηλά στα σύννεφα».
Από τότε κάθε φορά που βρέχει αναζητώ στα μελανά σύννεφα που δεσπόζουν στον ουρανό τον πατέρα και το χωράφι του…