– Η μεγάλη μου κόρη είναι εκπαιδευτικός, φιλόλογος σε Λύκειο, δηλαδή σε μεγάλα παιδιά κάνει μάθημα, όχι σε μωρά. Την αγαπούν πολύ. Όλο κάτι καρδούλες τής στέλνουν στο κινητό. Ο γιος μου δε σπούδασε. Δεν τα ‘ παιρνε τα γράμματα. Είναι όμως καλό παιδί, δουλευτάρικο, από μικρό στο μεροκάματο, ζυμωμένο στη δουλειά. Η μικρή μου στην Αθήνα είναι καλλιτέχνης, σκηνοθέτης και θεατρολόγος. Κι ο γαμπρός μου ηθοποιός. Σίγουρα τον έχετε δει στη διαφήμιση του ΟΠΑΠ. Κάνει τον νταλικέρη που φωνάζει: «Αγάπη γύρισα»! Μεγάλο ταλέντο! Αλλά τι να το κάνεις; Ποιος πάει σήμερα θέατρο; Τα έκλεισε κι η κυβέρνηση με τον κορωνοιό, που να της κλείσει το μάτι ο χάρος…
– Κυρία μου, δε σας ρώτησα για τα παιδιά σας αλλά για τα ισχαιμικά σας.
– Τα ποια;
– Τα ισχαιμικά, τα εγκεφαλικά σας;
– Πού με βρήκαν κι αυτά; Φωτιά να πέσει να τα κάψει! Εμένα που κώλο δεν έβαζα κάτω. Που έχει όλη η γειτονιά να το λέει για την πάστρα και τη νοικοκυροσύνη μου! Με τις πίτες μου, τα γλυκά μου, τα φαγητά μου! Την καθαρή μου αυλίτσα, τον μπαξεδάκο μου, τις γάτες μου και τα σκυλάκια μου. Όλα στην εντέλεια τα είχα. Και τώρα σακατεύτηκα.
– Καπνίζατε;
– Αν κάπνιζα λέει. Ένα πακέτο καπνός δεν έβγαζε τρεις μέρες! Στριφτά έκανα. Ξέρετε. Δύο μήνες έχω που το ΄κοψα. Τα βράδια όμως λυσσάω. Χτες κάπνισα τον λογαριασμό της ΔΕΗ. Δεν σε πληρώνω ρε κερατά τού είπα. Όλη τη σύνταξη την έσταξα στους γιατρούς. Τον είχα στην πόρτα του ψυγείου κάτω απ’ το μαγνητάκι που μου ΄φερε ο εγγονός απ’ την τριήμερη στην Αλεξανδρούπολη. Τον έκανα ρολό και τον κάπνισα. Να ‘χα τώρα ένα κανονικό τσιγάρο! Αααχ, ξεφύσηξε μακρόσυρτα σαν να έβγαζε απ’ τα σωθικά της τον καπνό απ’ το παράνομο, απαγορευμένο, πολυπόθητο σέρτικο τσιγάρο!
– Αααχ, αναστέναξε κι η γιατρός που μάταια προσπαθούσε να της πάρει το ιστορικό.
Σε τετράκλινο θα τη βάλουν μου είπαν.
Αααχ, θα αναστενάξουν απ’ την ακατάσχετη φλυαρία της σκέφτηκα κι οι τρεις φουκαριάρες που θα μοιραστούν το δωμάτιο μαζί της.