Μία φορά και έναν καιρό ήταν ένα κοτοπουλάκι. Δεν ήταν σαν τα άλλα. Δεν τσαλαβουτούσε μέσα στους λάκκους με τα λασπόνερα ούτε έπαιζε ανέμελο στην αυλή. Ήταν σοβαρό και υπεύθυνο κοτοπουλάκι. Έπρεπε να προσέχει τα αδέρφια του, τα άλλα κοτοπουλάκια. Έτσι του είχαν πει οι μεγάλες κότες. Έτσι είχε μάθει. Κάθε βράδυ μέσα στο κοτέτσι τέντωνε τα μικρά του φτερά να αγκαλιάσει τα άλλα πουλιά. Μάλιστα, τα τέντωνε τόσο πολύ που ούτε που κατάλαβε πότε από κοτοπουλάκι έγινε κότα.
Κάτω από τα υπερπροστατευτικά της φτερά χωρούσαν όλα τα προβλήματα της αυλής. Όλοι σ’ αυτήν έτρεχαν για βοήθεια και ζητούσαν τις συμβουλές της. Με τον καιρό είχε μάθει να γεννάει χρυσά αυγά. Όλοι ήθελαν ένα δικό της χρυσό αυγό. Κι αυτή τα χάριζε γενναιόδωρα δεξιά κι αριστερά. Γιατί αυτή ήταν η ζωή, η χαρά, η αποστολή της: Να δίνει χαρά στους άλλους.
Μία μέρα αρρώστησε. Ο ορνιθογιατρός απεφάνθη: «Υπερκόπωση! Δεν θα ξανακάνεις ποτέ χρυσά αυγά». Τριγυρνούσε στην αυλή με τους ψίθυρους να την ακολουθούν σε κάθε της βήμα: «Αυτή ήταν η κότα με τα χρυσά αυγά». Τώρα ήταν μία κοινή, άθλια κότα. Κανείς δεν είχε την ανάγκη της. Έτρεξαν αλλού να βρουν χρυσά αυγά κι αυτή δεν είχε κρατήσει ούτε ένα για τον εαυτό της.
Το βράδυ κούρνιαζε σε μία γωνίτσα στο κοτέτσι και για να κοιμηθεί έπλαθε φανταστικές ιστορίες μέσα στο κοτίσιο της μυαλό. Άλλες φορές ήταν ένας όμορφος λευκός κύκνος που βολτάρει με χάρη στη λίμνη κι άλλες ένας αγέρωχος αετός που σχίζει τους αιθέρες. Το πρωί με το ποδαράκι της σκάλιζε τις νυχτερινές ιστορίες στις λάσπες της αυλής με τις δικές της κοτίσιες λέξεις. Σιγά-σιγά αυτές αποδείχτηκαν το καλύτερο γιατρικό. Άρχισε να παίρνει βάρος, να γυαλίζουν τα φτερά της και να περπατάει μέσα στην αυλή καμαρωτή με το κεφάλι ψηλά!
Τώρα οι ψίθυροι δυνάμωσαν αλλά άλλαξαν. Δεν μιλούν πλέον για την κότα με τα χρυσά αυγά αλλά για την κότα με τις ιστορίες!






