ΓΡΑΦΕΙΝ

Η πυγολαμπίδα

Ήταν ένα ακόμη καλοκαιρινό βράδυ του Αυγούστου χωρίς φεγγάρι. Ο Κωστής, όπως και κάθε βράδυ εκείνου του καλοκαιριού, καθόταν στο μπαλκόνι του πατρικού του σπιτιού. Σπίτι στο οποίο πλέον έκαναν βόλτες τα φαντάσματα του παρελθόντος. Φαντάσματα παιδικών φωνών, μια από τις οποίες ήταν και η δική του, φαντάσματα από γέλια και κλάματα. Φαντάσματα ξεχασμένων υποσχέσεων. Φαντάσματα ανεκπλήρωτων σχέσεων. Φαντάσματα που μόνος εκείνος κρατούσε ζωντανά με την ανάμνησή τους.

Έχουν δίκιο όταν λένε πως κανείς πραγματικά δεν πεθαίνει, όσο υπάρχει κάποιος ζωντανός, στη μνήμη του οποίου, καταλαμβάνει έστω και μια σκοτεινή, απόμακρη και απρόσιτη γωνία.

Και εκείνος ήταν ακόμη ζωντανός. Δεν ήξερε για πόσο ακόμη, αλλά ήταν ζωντανός.

Η τύχη τού χαμογέλασε πολλές φορές. Μπορούσε να είχε παντρευτεί την Μαρία. Την πιο όμορφη και έξυπνη της τάξης, που αργότερα θα γινόταν η πιο πετυχημένη δικηγόρος της χώρας. Μπορούσε να είχε γίνει και ο ίδιος σπουδαίος δικηγόρος. Μπορούσε να είχε ταξιδέψει σε όλον τον κόσμο.

Είχε τόσες πολλές προοπτικές αυτό το μικρό αγόρι που κάθε καλοκαίρι έγδερνε τα γόνατά του, ενώ έπαιζε κυνηγητό με τα παιδιά της γειτονιάς. Που τόσο ανέμελα και αθώα πίστευε ότι ο κόσμος τού ανήκε. Που όλα του δίνονταν πριν καν τα ζητήσει.

Όλα του φαίνονταν τόσο δεδομένα. Πίστευε πως η Μαρία θα του συγχωρούσε τα πάντα. Πίστευε ότι επειδή στο μυαλό του του ανήκε, εκείνη θα τον υπηρετούσε για πάντα. Πίστευε πως η Μαρία δεν ήξερε ότι ταυτόχρονα τα είχε και με την Ειρήνη και είχε βγει και με την Αναστασία. Ένα πρωί, όταν ο Κωστής ήταν στο πανεπιστήμιο, η Μαρία μάζεψε τα πράγματά της από το διαμέρισμα που μοιράζονταν και χάθηκε μέσα στο πλήθος.

Ήταν έτοιμος να αναλάβει το δικηγορικό γραφείο του πατέρα του αμέσως μετά την απόκτηση του πτυχίου του. Βλέποντας τη Μαρία στο γάμο της αδερφής του, με την οποία ήταν παιδικές φίλες και δεν μπορούσε να λείπει από το γάμο της, αναζωπυρώθηκαν παλιές μνήμες. Βλέποντας πόσο χαρούμενη και ευτυχισμένη ήταν η Μαρία με τον νέο της σύντροφο, η απογοήτευση που ένιωθε για τον εαυτό του τον οδήγησαν να πιεί το Βόσπορο. Το πρωί στο γυρισμό για το διαμέρισμά του, με τα αντανακλαστικά του στο μηδέν, προκάλεσε το αυτοκινητιστικό δυστύχημα που τον άφησε παράλυτο.

Εκείνο το πρωινό Δευτέρας, ο Κωστής έχασε την ικανότητά του στην κίνηση και οι γονείς της μικρής Βασούλας την ικανότητα να την ξαναπάνε στο σχολείο. Η μικρή Βασούλα βρισκόταν στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου του μπαμπά της στο δρόμο για το σχολείο εκείνη την καταραμένη Δευτέρα. Ο Κωστής όμως αποφάσισε πως έπρεπε να πιεί το προηγούμενο βράδυ μέχρι το πρωί. Και επιπλέον να οδηγήσει ο ίδιος το αυτοκίνητό του, το οποίο συντελικά θα προσκρουόταν με το όχημα στο οποίο επέβαινε η μικρή Βασούλα. Η μικρή Βασούλα εξφενδονίστηκε από το πίσω κάθισμα.

Μετά την ανάρρωσή του ακολούθησε η δίκη. Έπρεπε να τιμωρηθεί. Ο Θεός ήδη τον τιμώρησε στερώντας του την ικανότητα να κινηθεί. Έπρεπε πλέον και από τους ανθρώπους να βρει την καταδίκη που του άξιζε. Έμεινε για μια δεκαετία στη φυλακή και μετά γύρισε στο πατρικό του σπίτι. Ήταν το μόνο μέρος πια στο οποίο μπορούσε να γυρίσει. Δίχως πτυχίο, δίχως τη Μαρία, με ψυχή λερωμένη από το θανάσιμο τραυματισμό της μικρής Βασούλας. Το μόνο μέρος που μπορούσε να γυρίσει ήταν εκεί.

Γυρνούσε σ’ ένα σπίτι άδειο. Οι γονείς του είχαν πλέον φύγει απ’ αυτόν τον κόσμο. Ο πατέρας του πρώτος. Ο κύριος Θωμάς, μόλις άκουσε τι είχε συμβεί έπαθε ανακοπή. Η μητέρα του πέθανε μερικούς μήνες πριν αποφυλακιστεί ο γιος της. Δεν είχε πάει ποτέ να τον δει στη φυλακή. Παρά μόνο την τελευταία κουβέντα της θυμάται πριν τον πάρουν οι αστυνομικοί και τον οδηγήσουν στη φυλακή: «Μονάχα ένα παιδί γέννησα, γιο δεν είχα ποτέ».

Η αδερφή του δεν του μίλησε ποτέ ξανά μετά το γάμο της. Το σπίτι ήταν στο όνομά του από τότε που πέρασε στη νομική ως δώρο, η αδερφή του είχε να πατήσει το πόδι της εκεί από τότε που την συνόδεψε η ορχήστρα με τα παραδοσιακά όργανα στην εκκλησία.

Ένα κερί είχε ανάψει, θυμάται, στον γάμο της. Το φως του έλαμπε στα μάτια του.

Και κάτι άλλο εκεί στο βάθος που όλο και πλησίαζε. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν. Ένα αχνό φως κινούταν προς το μέρος του. Είχε αποχρώσεις κίτρινες και πορτοκαλί. Του θύμιζε τότε που κυνηγούσαν πυγολαμπίδες με το φίλο του το Θανάση. Από τότε είχε να τον δει. Έφυγε από το χωριό. Ο πατέρας του έπιασε δουλειά στις Βρυξέλλες και μετακόμισαν.

Η πηγή του φωτός σταμάτησε να κινείται. Έγειρε προς τα μπρος να πιάσει τα κάγκελα. Πάνω στη ξεθωριασμένη βαφή στεκόταν μια πυγολαμπίδα. Μια τόσο δα μικρή πυγολαμπίδα.

«Τόσο μικρή, μα τόσο πολύ ελεύθερη»

Πήρε το μπουκάλι που είχε δίπλα του. Ήταν ένα από τα κρασιά που έφτιαχνε ο πατέρας του από δικά του σταφύλια. Μέσα όμως υπήρχε και κάτι άλλο. Δεν ήταν μόνο οίνος. Είχε ρίξει και υπνωτικά.

Ήταν η ώρα να γίνει ένα με το σπίτι. Να γίνει και αυτός ένα από τα φαντάσματα.

«Άραγε να είναι αλήθεια αυτό που λένε; Κανείς πραγματικά δεν πεθαίνει, όσο υπάρχει κάποιος ζωντανός, στη μνήμη του οποίου, καταλαμβάνει έστω και μια σκοτεινή, απόμακρη και απρόσιτη γωνία; Μαζί με μένα θα χαθούν όλα αυτά τα φαντάσματα; Θα πάψω να υπάρχω; Θα βρω επιτέλους τη γαλήνη; Θα μπορέσει η ψυχή της μικρής Βασούλας να βρει επιτέλους την ανάπαυση και οι γονείς της την ανακούφιση;»

Με ένα μικρό άλμα η πυγολαμπίδα πέταξε και άρχισε να απομακρύνεται παλλόμενη δηλώνοντας τη τοποθεσία της. Πέταξε να βρει τους δικούς της φίλους και γνωστούς.

Τι θα έκανε για να άλλαζε ψυχές με την μικρή αυτή πυγολαμπίδα!

Στην αρχή αχνά και ντροπαλά τρείς – τέσσερις ακόμα πηγές εμφανίστηκαν. Μέσα σε ένα λεπτό γίνανε δεκάδες. Πλέον δεν μπορούσε να τις μετρήσει. Είχαν γεμίσει τον χώρο όλο. Σαν να χόρευαν. Σαν να είχαν στήσει γλέντι. Τον αποχαιρετούσαν.

«Αντίο», ψιθύρισε.

Ήταν όρθιος τώρα. Στο μπαλκόνι, εκείνο το αφέγγαρο αυγουστιάτικο βραδινό. «Μα πώς; Όνειρο είναι, σίγουρα»

Στρέφοντας το βλέμμα του στα δεξιά είδε το κουφάρι που ήταν ο Κωστής να κοιμάται στο αναπηρικό αμαξίδιο.

«Κωστή, μη τρέχεις!» ακούστηκε μια γυναικεία φωνή.

Ήταν η μητέρα του. Μα πολύ νέα. Κοίταζε τον Κωστή που στεκόταν στο σαλόνι. «Σου είπα να μην τρέχεις μέσα στο σπίτι. Πήγαινε παίξε έξω με τον Θανάση. Άντε»

Τα μάτια του άρχισαν να καίνε. Νερό αλμυρό άρχισε να τρέχει και να καίει το πρόσωπό του. Σκούπισε τα μάγουλά του. Κοίταξε τα χέρια του. Ήταν αυτά ενός μικρού παιδιού. Είχε ξαναγίνει παιδί. Το παιδί που έγδερνε τα γόνατά του κάθε καλοκαίρι παίζοντας με τον Θανάση. Το παιδί που πίστευε ότι ο κόσμος τού ανήκε. Το παιδί που όλα του χαρίζονταν απλόχερα.

Είχε γίνει ένα με το σπίτι πλέον. Είχε γίνει ένα με τα φαντάσματα.

Σου άρεσε;

Διάλεξε τα αστέρια που επιθυμείς!

Μέσος όρος 4.8 / 5. Σύνολο ψήφων: 32

Δεν υπάρχουν ψήφοι! Γίνε ο πρώτος που θα βάλει αστεράκια.

Χρήστος Κεϊσίδης

Γεννημένος το 1989 στις ΗΠΑ. Μεγάλωσα στο Σταυρό Ημαθίας. Πρώτη φορά που έγραψα κάτι ήταν στο Λύκειο όταν η καθηγήτρια της νεοελληνικής λογοτεχνίας μας ζήτησε, εμπνευσμένοι από τον Κρητικό του Διονυσίου Σολωμού και τη φεγγαροντυμενη του, να γράψουμε ένα δικό μας ποίημα. Τότε κατάλαβα ότι κάτι υπάρχει μέσα μου που ζητάει να αποτυπωθεί στο χαρτί. Έκτοτε γράφω για την θρέψη της ψυχής μου. Η πρώτη φορά που δημόσια ακούστηκε ποίημα μου ήταν στους Δελφούς το 2021 στους 36ους Δελφικούς Αγώνες ποίησης που διοργάνωσε η ΠΕΛ.

error: www.grafein.gr