Πλήθυναν οι παπαρούνες, έστρωσαν χαλί,
να ‘τες πάλι οι νεράιδες τραγουδάν’ εκεί.
Του χειμώνα εγκαταλείψαν τ’ άπαρτα βουνά
και αφήνουν τις κρυψώνες κάπου εκεί ψηλά.
Τ’ απλωμένα μάζεψαν πέπλα τους στον ήλιο
που ‘στρωσαν πρωτύτερα στις πέτρες,
δίπλα στο ποτάμι αντίηλιο.
‘Κει που αβλύζει το νερό
απ’ τ’ αρχέγονα τα βράχια
σε πομπή πάνε να σπείρουν κάμπους και χωράφια,
τους καρπούς της Άνοιξης.
Κοίτα πως στο διάβα τους ανθούν οι Κερασιές.
Φούξια αυτές και άσπρες όλες οι μηλιές.
Πνίγηκε ο κάμπος στα πολύχρωμα λουλούδια,
πλημμυρίζει ο τόπος χαρωπά τραγούδια.
Στις κλεισμένες χούφτες τα μικρά πουλιά
σα σωθήκαν πρώτα από το χιονιά
απαλά ανοίγουνε τα χέρια οι ανερούσες
και τ’ αφήνουν τώρα να πετάξουνε μακριά.
Έρωτες παντού στο κάμπο
κι οι νεράιδες,
με Πανσέληνο στα κόκκινα λιβάδια
στήνουν μαγικό χορό.
Ξάγρυπνα τα νυχτοπούλια
πάνω τους πετούν,
βγαίνουν τ’ άγρια ζώα απ’ τις φωλιές τους
να τις υποδεχτούν.
Ανεμώνες θα γεμίσουνε σε λίγο όλα τα παρτέρια,
μαργαρίτες τα οικόπεδα,
χελιδόνια, περιστέρια.
‘Σεις βροχές του ουρανού
γρήγορα ξυπνήστε
ζωογόνα δύναμη στη πλάση σκορπίστε
μπόλικο γλυκό νερό να τραφούν τα δάση
να ‘χει η Άνοιξη να πίνει…
μόλις φτάσει. _