Αποχαιρετούμε τον Αύγουστο και το καλοκαίρι με όμορφη ποίηση! Ευχαριστούμε θερμά τους ποιητές και τις ποιήτριές μας για τη συμμετοχή τους στην καλοκαιρινή μας ποιητική ανθολογία.
Της νύχτας το λυχνάρι
Κωνσταντίνος Μπασούρης
Ξεπρόβαλε και μάγεψε
πιο πέρα από τα όρη
της Θείας και του Υπερίωνα
η δυο Τιτάνων κόρη.
Ντύθηκε στο έβγα της
το πορφυρένιο χρώμα,
μαγνήτης των βλεμμάτων
το επουράνιο σώμα.
Μύθοι και θρύλοι πλέχτηκαν
γύρω απ’ τ’ όνομά της,
άλυτο μυστήριο
η σκοτεινή πλευρά της.
Φωτίζει για να περπατούν
της νύχτας οι διαβάτες
στου νου τα φτερουγίσματα
σαν άλλοι ονειροβάτες.
Έτσι κι αυτή βαδίζει,
σαν πέφτει η νυχτιά,
εκείνον ν’ αντικρίσει
στου Λάτμου τη σπηλιά,
εκεί που κείται μοναχός
να σμίξει θε μαζί του,
αγέραστος αιώνια
στον ύπνο τον βαθύ του,
που φαίνεται κοιμώμενος,
μα ζει στα όνειρά του,
τ’ αγνό της δίνει φίλημα
πάνω στα βλέφαρά του.
Μα λίγο πριν το χάραμα
πρέπει να τον αφήσει,
πριν έρθει η αυγή
κι ο ήλιος τους χωρίσει.
Η αγάπη τους το φράγμα σπα
των χρονικών ορίων,
έρωτας αιώνιος,
Σελήνη κι Ενδυμίων.
Βάρδοι και στίχοι εξύμνησαν
τον έρωτα αυτό,
που αγάπησε η θεά
τον όμορφο θνητό.
Σ’ αέναο δεσμό
τους έδεσε η μοίρα.
Ξεπρόβαλε και μάγεψε
ολόγιωμη πορφύρα.
Φεγγάρι ματωμένο,
των λουλουδιών φεγγάρι.
Σελήνη, η ετερόφωτη,
της νύχτας το λυχνάρι.
Αρνούμαι
Μαριάννα Μακαριάν
Αρνούμαι να αναπνέω ανάσες που φλέγονται και αέρηδες χωρίς οξυγόνο.
Να μιλώ ξανά με τις λέξεις σας, να αναπαράγω ανήθικους ήχους.
Σιωπηλούς, αήχους, αισχρούς.
Αρνούμαι.
Αρνούμαι να παίζω με τα σχοινιά σας στις πλάτες μου, να κινούμαι πιστά σε όσα δεν πιστεύω.
Τα όνειρα μου να κάνω προσάναμμά στων σάπιων σχεδίων σας τον χάρτη.
Αρνούμαι.
Αρνούμαι να γίνομαι αργά και ασυναίσθητα ένας στυγνός και δειλός δολοφόνος.
Να σκοτώνω χαρές και χαμόγελα
Να οπλίζω με χολή τη μιλιά μου και την ψυχή μου με μαύρο σκοτάδι.
Αρνούμαι…Αρνούμαι…Αρνούμαι
Να ρωτώ με λιγάκι παράπονο για έναν κόσμο που ποτέ δεν αλλάζει.
Μα αλλάζει όσο εμείς αλλάζουμε κι έτσι κάθε σκοτάδι ξεχνιέται.
Αρνούμαι.
Αρνούμαι να είμαι ο καθρέφτης σας να χλευάζω και να κολακεύω.
να βλέπω τον κόσμο να καίγεται και να ρίχνω σε εσάς τις ευθύνες!
Φταίμε κι εμείς, που ποτέ δε δεχόμαστε πως ότι έχει μέσα του καθένας δίνει.
Αρνούμαι… αρνούμαι να δεχτώ πως το μέλλον μου, είναι στα κουστουμιά σας απλά μια τσαλάκα.
Και το φωνάζω και το τραγουδάω και το γράφω! Πως οι ψυχές μας, μα κι αυτές που θυσιάσατε στο βωμό μιας νέας αρχής κάποιου τέλους, ξυπνούν από εκείνον τον λήθαργο που τόσο όμορφα σας είχε βολέψει!
Αρνούμαι.
Αρνούμαι να σας αφήσω στην ψευδαίσθηση, είναι κρίμα να κοιμάστε ακόμα.
Όσο σαπίζετε εμείς θα γεννιόμαστε, οι ψυχές μας ξυπνούν και θυμούνται.
Αρνούμαι να αρνείστε πως κι ας είστε πολλοί, εμείς μετράμε ο καθένας για δέκα, γιατί η αγάπη όλο διογκώνεται πάψε πια να λες πως πουλιέται!
Πολλαπλασίασε, διαίρεσε, μετρά την, να μετράς είναι το μόνο που ξέρεις,
τα δέντρα σε δολάρια, τα ζώα σε ευρώ, τα παιδιά σε λίρες.
Μετρά.
Κι αν κάπου χάσεις το μέτρημα δεν πειράζει εμείς συγχωρούμε!
Αρνούμαι, αρνούμαι, αρνούμαι να κοιμάμαι σε βραδιά αξημέρωτα και σε μέρες που έχουν σκοτάδι
Και στους τάφους που λέτε πως πέθανα εγώ ζωντανή να σας κλαίω.
Μην αρνείστε πως ξέρατε πάντοτε πως εκείνη η μέρα θα έρθει.
Τι κι αν βιάζεστε; Είναι παράλογο… να κομίζεται αυτό που γεννιέται.
Και όσα λέτε πως λήγουν με θάνατο είναι ήδη θαρρώ πεθαμένα και μέσα λοιπόν απ’ τις στακτές τους βγαίνουν όσα τόσα χρονιά φοβάστε.
Αρνούμαι, αρνούμαι, αρνούμαι να νομίζω πως εσείς με τρομάζετε, ενώ απ’ τον φόβο σας με πολεμάτε.
Να σιωπώ και να μην αντιστέκομαι επειδή κάποιοι θα με ονοματίσουν.
Μεγάλοι εσείς
Εμείς μικροί.
Μην νομίζετε πως δεν το βλέπουμε ή πως δε γνωρίζουμε πως φταίμε και φταίτε μα να θυμάστε πως θα αντιστεκόμαστε και θα γεννάμε απ’ την αρχή ό,τι καίτε.
Καμία ανοχή!
Ελένη Βασιλείου – Αστερόσκονη
Κι ενώ δοκιμάζεται ξανά- η ανθρωπότητα,
εσείς συνεχίζετε να κοιτάτε από την κλειδαρότρυπα.
Τις ζωές των άλλων
την στιγμή που εκτίθεστε …
για να παραμείνετε συμπαθητικοί…
Κι εμείς, εδώ,
τηρούμε τον όρκο
παράγουμε ακόμα φως, στη σκοτεινή εποχή
Δίχως σκέψη, αν θα γίνουμε αρεστοί.
Γιατί,
το έργο αυτό, δεν είναι για πώληση.
Περισσότερο από ποτέ,
με διάτρητες πληγές, εαυτέ-
Υψώνεσαι,
ανάμεσα σε πλεονασμούς
μακριά από πλειστηριασμούς
στη πιο μοναχική μάχη που δόθηκε ποτέ
με όση αντοχή
Καμία ανοχή!
Συνεχίζεις,
να αγκαλιάζεις τα χτυπήματα
να συγχωρείς των ανθρώπων τα στοιχήματα
που ποντάρουν εναντίον
των αθώων πράξεων
στις γυάλινες συναντήσεις –
των εξεγέρσεων και της επανάστασης
για την αλλαγή του κόσμου-
ενώ ο κόσμος τους, παραμένει ίδιος
χειρότερος,
βυθισμένος στο ψέμα
βουτηγμένος στη λήθη
ξεβρασμένος σε απόνερα που καταλήγουν
σε σηπτική δεξαμενή-
Δεν καταλάβανε το θαύμα και το μεγαλείο της ζωής
όλα είναι όλα μέρος της ανεξίτηλης ανθρώπινης υπογραφής.
Έχει νυχτώσει πια
Χρήστος Ντικμπασάνης
Σκοτεινά οράματα καταβροχθίζουν
το νου και την καρδιά μου
Ενοχές καταπατούν τα μικρά μου όνειρα
και τις εκούσιες μου οφθαλμαπάτες
Τις θετικές μου σκέψεις μου
τις έχουν εξοντώσει
τύψεις παρωχημένων μου λαθών
Βάζω τα χέρια μου βαθιά
στις τσέπες των δισταγμών μου
και βγαίνω στους δρόμους
των πεθαμένων άστρων,
βαστώντας ένα σακίδιο
γεμάτο με αποφάγια ερινύων
Δεν περιμένω να συναντήσω το Θεό
Έχει νυχτώσει πια
και οι πληγές στα μάτια μου
έχουν γεμίσει λάσπη
απ’ την ηλεκτρισμένη βροχή
που στάζει απ’ τις χαραμάδες
της μίζερης ζωής μου
Θ’ αναληφθώ στους ουρανούς,
μήπως στεγνώσει
το νοτισμένο μου είναι
απ’ την υγρή τροχιά των αστεροειδών
Στα σταυροδρόμια του απείρου
διασπώμαι όμως
σε χιλιάδες κομμάτια σιωπής
από αλλόκοσμες μορφές
της οκνηρίας και των αναστολών μου
Σβήνει ο λύχνος
που στα χέρια μου βαστώ
και σκορπίζω τα σκοτάδια της ζωής μου
Τώρα είμαι έρμαιο στις ορέξεις
του ανέμου και της διαστημικής θύελλας
ΣΚΛΑΒΩΜΕΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
Χρήστος Ντικμπασάνης
Αιώνια νύχτα επικρατεί
επάνω απ’ το αλυσοδεμένο κορμί των ονείρων μου
Κάποτε νόμιζα πως η μέρα και η νύχτα
μου ανήκαν αναμφίβολα
Με τα πλανημένα μάτια μου
αγκάλιαζα ολόκληρη την πλάση
Μου φαινόταν πως οι λωτοί και τ’ αστέρια
άνοιγαν διάπλατα μόνο για εμένα
Ποτέ δε μου πέρασε σαν σκέψη απ’ το μυαλό
πως ο ουρανός σαν τη ζωή μου
μπορεί να μολυνθεί
απ’ την απληστία και την απανθρωπιά
τερατόμορφων συνανθρώπων μου
που αλλοιώνουν τώρα καθημερινά
ολοένα και περισσότερο την ελεύθερη υπόστασή μου
Είμαι δέσμιος μέσα στο πλανερό σκοτάδι
των νεκρών ονείρων μου
και των δαιμονικών θρήνων των πουλιών
Η ψυχή μου ποτέ πια δε θα νιώσει απελεύθερη,
σκλήρυνε χωρίς να επιτρέπει στη ζωή μου
να γεμίσει ρωγμές απ’ όπου να εισχωρήσουν
ευήκοες ευχές
για την αποδέσμευση του σκλαβωμένου μου κόσμου
που πληγωμένος και ανήμπορος πεθαίνει
ΜΥΣΤΙΚΑ ΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Χρήστος Ντικμπασάνης
Κάποτε θα υποτάξουμε μαζί το χρόνο
Οι ψυχές μας θα σμίξουν με το άπειρο
Σώματα φασματικά θα γίνουμε,
υπακούοντας στο βιβλικό
«και ως θεοί έσεσθε»
Από μυστικά περάσματα του σύμπαντος κόσμου,
θα διαβούμε πιασμένοι χέρι με χέρι
Θα δραπετεύσουμε μαζί φίλε μου
σε τροχιές άγνωστων πλανητών,
αναζητώντας την ευτυχία του αιώνιου,
την αέναη καρποφορία των Παραδείσων,
το ακατάλυτο ξημέρωμα
κάποιας ουράνιας Εδέμ.
Η ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ
Χρήστος Ντικμπασάνης
Σε μυστικό άδυτο Αγίων
Σε σκονισμένο εικονοστάσιο
σε προσκυνώ και σε φιλώ
Μεγαλόχαρη,
των ραγισμένων ψυχών απάγκιο
Μαζεύω τις σιωπές μου απ’ το δάπεδο,
κάνοντας το μικρό σταυρό μου
Ακούω τη θεία φωνή σου να με καλεί με συμπόνια
Κλείνω τα βλέφαρά μου
και φυλακίζω στα μάτια μου
την άσπιλη μαυροφορούσα θωριά σου
Σε κοιτώ να μου χαμογελάς
και είναι το χαμόγελό σου
πηγή συγγνώμης κι ελέους
Γεμίζει ευωδιές το είναι μου
Βυθίζομαι ολόκληρος στη θάλασσα της αγάπης σου
Ανοίγω τα μάτια μου
και ανακαλύπτω την αξία της προσευχής
μέσα στην αυγουστιάτικη κοίμησή σου
ΚΡΥΠΤΟΝ
Βικτώρια Περδικούλη
Με ολάνθιστη κόμη
στο στήθος πεταλούδες
αθώρητα βλέμματα
αγγίγματ’αγνά
φιλήματα κλεφτἀ
στο πέταγμα τού αιθέρα
πιό πέρα απ’τα βουνἀ
ψηλότερα τού Ολύμπου…
Τί περισσότερο αλγεινό,
στο σταυροδρόμι τού χρόνου!
από την εν πλώ συλλογή “ΚΡΥΠΤΟΝ”, 2022
ΛΕΣ ΚΙ Η ΖΩΗ…
Αντώνης Χρ. Περδικούλης
Δέ μάς λυγἰζει ο θάνατος, μηδέ
τού χρόνου τ’άπιστο τ’αλισβερίσι
κι άν έρθει πόνος να μάς τον θυμίσει,
γλυκά θα τον γελάσουμε , κι άν δέ
στρωθεί στού τραπεζιού μας το μαδέρι
να τον ποτίσουμε κρασί κι αφιόνι,
κάτι ακριβό η μέρα θα μάς φέρει,
στο παραθύρι νιόλαλο τ’αηδόνι,
θα σκορπιστεί η λαλιά ολοδροσάτη,
φρεσκόβγαλτο παιδιάστικο τραγούδι
σά θάλασσα, π’ όταν ξυπνάει ευωδάτη..
Λές κι η ζωή αγνό μοσχολουλούδι
κι όχι τυράγνια, σίσυφος, βασάνου
ιδρώς, μ’αβάσταχτο καημό απάνου…