Κάποτε χαζεύαμε τα άστρα, το φεγγάρι,
λες και ήταν η Νεράιδα κι εγώ το Παλικάρι.
Μα, τελικά, αποδείχθηκε ότι δεν είχε μπέσα,
ήμουν το κορόιδο κι αυτή η Πριγκιπέσα.
Ξαφνικά μου είπε, «Θέλω να μείνω μόνη»,
σφυριά ήταν τα λόγια της κι εγώ ήμουν το αμόνι.
Χρόνο, είπε, ήθελε να βρει τον εαυτό της,
που είχε για προέκταση το νέο κινητό της.
Κι όλο video ανέβαζε, να γίνει influencer,
κατραπακιές απανωτές δια χειρός Bud Spencer.
Τι ήθελα για χάρη της να λιώνω σαν Βιτάμ,
με έβγαλε knock out σαν να ’ταν ο Van Damme.
Αν είχε άλλο όνομα, θα ήταν Δαλιδά
κι εγώ ένας Σαμψών, αλλά χωρίς μαλλιά.
Στη γλάστρα με παράτησε σαν μαραμένο φίκο
και έφαγα στην καθισιά ένα κιλό fofico.
Έφυγε, με άφησε στα κρύα του λουτρού,
με είπε και απαίσιο κι ας μην είμαι ο Γκρου.
Βλέπεις, την ενδιέφεραν τα γούστα και τα λούσα,
της είπα «Έχω scooter», ήθελε Hayabusa.
Ποτέ μου δεν της χάλασα ένα μικρό χατίρι,
ξεκάθαρος, διάφανος, κρυστάλλινο ποτήρι.
Να τρέξω να της δώσω ό, τι κι αν ζητήσει,
περσικό γινόμουν χαλί να με πατήσει.
Του Captain Hook της βρήκα τον ασημένιο γάντζο,
το σπάνιο katana του Hattori Hanzo.
Του Αλλαντίν της βρήκα το ιπτάμενο χαλί,
ταξίδια αστραπή, Αγρίνιο – Μπαλί.
Τα βράδια με ξυπνούσε όταν στον ύπνο ζύγωνα,
πήγαινα Πανόραμα για να της φέρω τρίγωνα.
Μα όσα κι αν της έδινα, ήθελε παραπάνω
και βρέθηκα στις καλαμιές με τέρμα Μητροπάνο.
Σαν να ’ταν σαββατόβραδο έβγαινα τις Τρίτες,
μ’ αλάτι και τεκίλα μαδούσα μαργαρίτες.
Ρητορικό ερώτημα αν τάχα μ’ αγαπάει,
αν ήμουν ο Kabamaru, θα ήτανε η Μάι.
Ό, τι κι αν της πρόσφερα, έχει πάει στράφι,
αλλού να σκάψετε, madame, να βρείτε για χρυσάφι.