Είμαστε τέσσερα αδέρφια. Από μικρά μας έβαζε η μητέρα μας να γράφουμε για να γίνουμε καλοί στο γράψιμο και να γράφουμε όλο και πιο ενδιαφέρουσες ιστορίες. Από μικρά μολυβάκια, κάθε απόγευμα καθόμαστε όλοι γύρω γύρω από το τραπέζι και βρίσκαμε μια ιδέα την οποία μετά κάναμε ιστορία. Η μητέρα μου χαιρόταν να μας βλέπει να ξεκινάμε το γράψιμο και είχε γίνει πλέον καθημερινή ρουτίνα. Τα χρόνια περνούσαν και εμείς μεγαλώναμε.
Μια μέρα τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν. Καθώς καθόμαστε γύρω από το τραπέζι με το ένα από τα αδέρφια μου έτοιμο να πει μια ιδέα για ξεκινήσουμε να γράφουμε, εγώ διαπίστωσα ότι, όταν έβαζα τη μύτη μου στο χαρτί και ξεκινούσα να γράψω, δε φαινόταν τίποτα πάνω του. Λες και δεν είχα γράψει. ‘Όταν επανέλαβα τη διαδικασία πολλές φορές, το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Αναρωτιόμουν μήπως είχα πιάσει πάλι αυτή την αρρώστια που κυκλοφορούσε τελευταία και συναχώνονταν τα μολύβια και δε μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τη μύτη τους. ‘Όταν πήγα στο γιατρό όμως (δεν έχω ξαναδεί μολύβι με πιο χοντρή μύτη!) και με εξέτασε, δε μου βρήκε τίποτα, ίσα ίσα απλά μου είπε κιόλας να πάρω από το φαρμακείο άλλου είδους ξύστρα για να φαίνεται η μύτη μου πιο κομψή. Ο συγκεκριμένος γιατρός ήταν και αισθητικός.
Η καινούρια ξύστρα όμως δεν άλλαξε τα πράγματα. Μπορεί η μύτη μου να μου φαινόταν πιο ωραία στον καθρέφτη, εξακολουθούσε όμως να μην γράφει στο χαρτί. Ακόμα και όταν η μητέρα μου υπέθεσε μήπως έφταιγε το είδος του χαρτιού, τα ίδια γίνονταν και με αλλαγμένο χαρτί. Κι έτσι περνούσαν οι μέρες, που έγιναν μήνες, που έγιναν χρόνια.
Όσο μεγάλωνα, τόσο τα αδέρφια μου και η μητέρα μας είχαν αρχίσει να συνηθίζουν στην ιδέα ότι δε μπορούσα να γράψω, είχαν εντυπωσιαστεί όμως και ταυτόχρονα παραξενευτεί από μία καινούρια αλλαγή που έβλεπαν. Γιατί από τότε η μύτη μου είχε αρχίσει να μεγαλώνει μόνη της και σιγά σιγά να παίρνει ένα παράξενο σχήμα που δεν ξέραμε ακριβώς τί είναι. Η μητέρα μου αναρωτιόταν μήπως είχα κάποια συγκεκριμένη αρρώστια αλλά, για ακόμα μια φορά, ο γιατρός (που είχε αποφασίσει να κάνει λίφτινγκ) δε μου βρήκε τίποτα και υπέθεσε μήπως ήταν κάποια απλή δερματική ανωμαλία. Παρ’ όλ’ αυτά δε με έστειλε σε δερματολόγο. Ούτε μίλησε για πρήξιμο στη μύτη. Αυτό όμως δεν τον έκανε να απορεί λιγότερο. Δεν είχε ξαναδεί τέτοιο πράγμα άλλωστε και ευχόταν, όπως κι εμείς, να μην ήταν τίποτα σοβαρό. Περίμενε απλώς να δει πως θα πάει το πράγμα γιατί απλώς, δεν γνώριζε τι άλλο να μας πει.
Πέρασαν κι άλλα χρόνια και, ενώ τα αδέρφια μου είχαν εξασκηθεί τόσο πολύ πλέον που οι ιστορίες τους γίνονταν όλο και καλύτερες, εγώ εξακολουθούσα να μη μπορώ να γράψω, ενώ η μύτη μου αναπτυσσόταν κι άλλο, παίρνοντας κι άλλα περίεργα σχήματα.
Μέχρι που μια μέρα σταμάτησε να μεγαλώνει άλλο. Το σχήμα της ολοκληρώθηκε όπως φαίνεται και έτρεξα κατευθείαν στον καθρέφτη για να δω τι σχήμα είχε πάρει.
Με το που τσέκαρα τον εαυτό μου στον καθρέφτη έμεινα να κοιτάζω και, για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό ένιωσα τεράστια χαρά. Η μύτη μου είχε πάρει ένα πολύ ωραίο σχήμα λουλουδιού και συγκεκριμένα μαργαρίτας. Μου φαινόταν και αστείο να βλέπω να ένα μολύβι να έχει για μύτη ένα λουλούδι αλλά, από την άλλη ένιωσα σαν να απαντήθηκε το ερώτημα του γιατί δε μπορούσα πιά να γράψω.
Έτρεξα στο τραπέζι και όλα τα αδέρφια μου και μαζί και η μητέρα μου, ενώ, όπως κι εγώ, είχαν παραξενευτεί μ’ αυτήν την αλλαγή, στο τέλος χαρήκανε τόσο πολύ για μένα και το πόσο ωραίο φαινόμουν που ξεκινήσανε να γράφουν όπως δεν έγραψαν ποτέ.
Αυτή τη στιγμή που σας μιλάω, έχω πάει σε πολλά σπίτια και πολλά μολύβια που δε μπορούσαν να γράψουν γιατί δεν είχαν έμπνευση, έχουν έκτοτε γράψει τις καλύτερες ιστορίες. Νιώθουν τόσο απελευθερωμένα που και μόνο που με βλέπουνε, τους αρκεί. ‘Έτσι έχω γράψει κι εγώ τη δική μου καλύτερη ιστορία που θα μπορούσα ποτέ να γράψω.