Ο πατέρας μου ήταν αγρότης. Το ίδιο κι ο παππούς, ο προπάππους, οι θείοι. Κανείς δε γινόταν να μη σπείρει, να μην έχει χωράφι. Και αν είχες και στρέμματα μπόλικα λογιζόσουν πιο άντρας.
Σαν ήρθε η δική μου σειρά για να γίνω αγρότης, η σοδειά μου δε φούσκωσε χώμα. Κι αν και πάντα σχεδόν στο χωράφι τα ρίχναν, εγώ γνώριζα πού ήταν το λάθος. Πώς να δουλέψει σωστά ο αγρότης, αν δεν έχει τσαπί και τσουγκράνα; Ή, καλύτερα, αν το φτυάρι του δε μπορεί να φυτέψει. Κι αν προσπάθησα χίλιες φορές, το χωράφι παρέμενε ίδιο, το χωράφι παρέμενε ίσιο, αφύτευτο, δίχως καπρό να βλαστήσει. Εξαιτίας μου. Και τι κρίμα! Δε μπορώ να νοικιάσω σοδειά απ’ το σπόρο αλλουνού… Ή μήπως μπορώ;
Σταμάτησε να μονολογεί και πληκτρολόγησε στο google μία λέξη: «Υιοθεσίες»