Μπήκα στο αυτοκίνητο ανακουφισμένη. Μάζεψα το μαλλί κοτσίδα , κατέβασα τα τζάμια του αυτοκινήτου κι άνοιξα τη μικρή μου ηλιοροφή. Θα άφηνα τον ήλιο και τον αέρα να κάνουν τη δουλειά τους. Να διώξουν από πάνω μου τη μαυρίλα και την κατήφεια των τελευταίων ημερών. Έβαλα τη μουσική στο τέρμα και μετρούσα μαζί με την Μποφίλιου “τους ανθρώπους στη ζωή μου” όταν με σταμάτησαν λίγο πριν μπω στην πόλη.
Το όργανο μού έδειξε το μηχανάκι με το οποίο καταγράφουν την ταχύτητα των αυτοκινήτων και μου δήλωσε με ύφος αυστηρό:
“Κυρία μου, τρέχατε με ενενήντα!”
Με ενενήντα; Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Αυτόν τον δρόμο τον κάνω καθημερινά για το σχολείο και ποτέ δεν υπερβαίνω τα πενήντα. Έβγαλα το δίπλωμα οδήγησης αδιαμαρτύρητα μ’ ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά. Ήμουν χαρούμενη! Ήμουν πολύ χαρούμενη και δεν μπορούσα να το κρύψω.
Απόρησε και ρώτησε το λόγο. Του είπα. Με την άκρη του ματιού του παρατήρησε τους τρεις φακέλους με τις ιατρικές εξετάσεις που είχα απλώσει στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Πρόσεξε και το όνομά μου στο δίπλωμα. Μου ευχήθηκε χρόνια πολλά με υγεία και με άφησε να φύγω έτσι, χωρίς κλήση, χωρίς πρόστιμο.
“Ένα δωράκι από εμένα!”, μου είπε.
Έφτασα σπίτι με πενήντα. Σε όλο το δρόμο μονολογούσα: “Είμαι η Ελένη και είμαι καλά. Είμαι η Ελένη και γιορτάζω!”






