Το Μαρινάκη - ΓΡΑΦΕΙΝ
ΓΡΑΦΕΙΝ

Το Μαρινάκη

Δεν τόλμησα να σηκώσω το βλέμμα μου από το πάτωμα… Ήξερα πως αν το κάνω θα ήταν η αρχή του μαρτυρίου μου. Όλη αυτή η οχλαγωγία που έφτανε στα αφτιά μου προκαλούσε ήδη τη νευρικότητα των ποδιών μου. Από την άλλη όμως σκέφτηκα πως το ραντεβού μου θα ντρεπόταν να στέκεται δίπλα σε κάποιον που έχει συνεχώς το κεφάλι του στραμμένο προς το πάτωμα. Όχι! Δεν γίνεται όλο αυτό να καταλήξει σε ένα ακόμα αποτυχημένο ραντεβού!

Πήρα μια βαθιά ανάσα. Σήκωσα το κεφάλι μου και η θύελλα των ήχων είχε αποκτήσει πλέον εικόνα. Όταν συνειδητοποίησα τον αριθμό των ανθρώπων που υπήρχαν μέσα στην αίθουσα και στροβιλίζονταν στο ρυθμό της πάγωσα. Έμεινα εκεί. Αμίλητος, ακούνητος, σοκαρισμένος. Με ‘πιασε ταχυκαρδία. Οι παλάμες μου άρχισαν να ιδρώνουν και η νευρικότητα των ποδιών μου εξελίχθηκε σε ακινησία. Σαν κακογραμμένη ταινία μικρού μήκους χωρίς ήχο (!) πέρασε από το μυαλό μου σε εικόνες οτιδήποτε μπορούσε να πάει στραβά…

Ξάφνου είδα το ραντεβού μου να ξεπροβάλλει από το παλλόμενο πλήθος και να με πλησιάζει με δύο ποτά στο χέρι. Τότε κατάλαβα πως ήρθε η στιγμή να φορέσω το άβολο χαμόγελο του προσωπείου μου. Αυτό το άβολο χαμόγελο που φοράω κάθε φορά όταν βρίσκεται κάποιος τριγύρω.

Καθώς με πλησίασε, μου χαμογέλασε και μου προσέφερε το ένα απ’ τα ποτά. Σχεδόν το άρπαξα απ’ την αμηχανία. Σκέφτηκα πως το αλκοόλ ίσως με βοηθούσε λίγο να χαλαρώσω. Μα που να ‘ξερα…

Μέσα σε λίγα λεπτά το κεφάλι μου άρχισε να βουίζει. Ο ξέφρενος ήχος της μουσικής άρχισε να γίνεται ακόμα πιο εκκωφαντικός. Πλέον το βλέμμα μου δεν μπορούσε να μείνει σταθερό πουθενά – ακόμα και στο πάτωμα. Ένιωσα το στομάχι μου να δένεται κόμπος και μετά από λίγο να ξετυλίγεται. Μόλις αντίκρισα το μεσημεριανό μου πάνω στο μεταξωτό, μαύρο φόρεμα του ραντεβού μου, μου ήρθε να βάλω τα κλάματα. Έμεινα για ελάχιστα δευτερόλεπτα σαστισμένος. Ήθελα να πιστέψω πως η εικόνα που αντίκριζα ήταν ένα στιγμιότυπο  από τις πολλές σκηνές της ταινίας μου. Μα οι κραυγές σιχαμάρας της και τα ξεφωνητά των τριγύρω, λόγω του θεάματος, δεν με άφησαν. Ήθελα να με καταπιεί η γη ολάκερο άμα μπορούσε. Έφυγα τρέχοντας. Προσπάθησα να εξαφανιστώ όσο πιο γρήγορα μπορούσα.

Το Μαρινάκη φταίει για όλα! Αυτή και τα κηρύγματά της περί «κοινωνικοποίησης». Με τι ντροπή να γυρίσω σπίτι και να αντιμετωπίσω πάλι τα επικριτικά της βλέμματα; Σάμπως, δεν μου είχε μείνει και πολλή.

Μόλις έβγαλα τα κλειδιά για να ανοίξω την πόρτα σαν σίφουνας πετάχτηκε μπροστά μου για να της πω τα ανείπωτα… Δεν χρειάστηκε να πω κουβέντα. Μόλις με είδε κατάλαβε πως για ακόμα μια φορά δεν πήγαν καλά τα πράγματα. Το Μαρινάκη πάντα καταλαβαίνει. Κάθισα στον καναπέ που έχει κάνει γούρνα από τις ατελείωτες ώρες που κάθομαι επάνω του. Το Μαρινάκη ήρθε και κούρνιασε στα πόδια μου. Δεν το κάνει συχνά. Μόνο όταν αντιλαμβάνεται τις μοναξιές μου. Με τη σειρά μου απάντησα σε αυτό το κούρνιασμα με χάδια πάνω στο γυαλιστερό της, κάτασπρο τρίχωμα.

Κι εκεί με βρήκε τελικά η θέση μου σε αυτήν την κοινωνία. Καθισμένο στον βουλιαγμένο μου καναπέ. Ταπεινωμένο, ντροπιασμένο και μακριά από μεταξωτά φορέματα και κοινωνικές συναθροίσεις. Αγκαλιά με το Μαρινάκη. Μα πάνω απ’ όλα… Αγκαλιά με τον δίχως προσωπεία εαυτό μου…

Σου άρεσε;

Διάλεξε τα αστέρια που επιθυμείς!

Μέσος όρος 5 / 5. Σύνολο ψήφων: 13

Δεν υπάρχουν ψήφοι! Γίνε ο πρώτος που θα βάλει αστεράκια.

Αναστασία Μαγαλιού

Μέλος της μαθητικής συγγραφικής ομάδας Teenγραφείς

error: www.grafein.gr