Ένιωθε να τη ρουφάει το στρώμα. Είχε πάρει τη μορφή της. Δεν το άφηνε μόνο του για πολλή ώρα, επέστρεφε ξανά κ ξανά σε αυτό για να μπορέσει κάποτε να επιστρέψει και στο σπίτι της. Ήταν γνωστή στον όροφο αλλά δεν μπορούσε να εξερευνήσει και τους έξω διαδρόμους. Από τα χέρια της περνούσαν διάφορα φάρμακα. Τα ένιωθε βαριά και δεν μπορούσε να κουβαλήσει το σταντ του ορού μέχρι εκεί. Μονάχα μέχρι το μπάνιο. Σταγόνα σταγόνα περνούσαν μέσα από το πλαστικό σωληνάκι. Συχνά χτυπούσε το κουδούνι, ήθελε βοήθεια στην προσπάθειά της να σηκωθεί κι αμέσως το προσωπικό κατέφτανε δίπλα της. Βέβαια ήθελε να ανταλλάξει και μια κουβέντα με τις κοπέλες που την βοηθούσαν. Όσο περνούσαν οι μέρες κι εκείνη βρίσκονταν στο μοναδικό μέρος που ένιωθε ασφαλής, η κατάσταση της καλυτέρευε. Τι κι αν όλοι την είχαν παραμελήσει, εκείνη πάντα έβρισκε τον τρόπο να μένει δυνατή.
Ο άντρας της δε ζει, τα παιδιά της δεν απαντούν σε κανένα τηλέφωνο. Οι φίλες της την θεωρούν κατώτερη και ότι δε ταιριάζει πλέον μαζί τους. Μήπως τελικά είμαστε μόνοι σε αυτήν τη ζωή; Μάλλον είμαστε εμείς κι ο εαυτός μας.