“Τα γράμματά σου να προσέχεις ! Δεν ξεφεύγουμε από τις γραμμές!” Κάθε που ξεκινούσα μαθήτρια να γράφω στις οριζόντιες γραμμές του τετραδίου, απότομα τέλειωνε το ταξίδι στο τέλος της σειράς. Σαν να βρίσκεσαι στην πλώρη του πλοίου λαχταρώντας να χαθείς στη γραμμή του ορίζοντα κι αντί να ξανοιχτείς, να γυρίζεις πίσω. Και στην επόμενη γραμμή το ίδιο: εσύ καπετάνιος που ονειρεύεται ταξίδια ποντοπόρα κι όμως να πηγαινοέρχεσαι στο πορθμείο Ρίο- Αντίρριο.
Γι’ αυτό από αντίδραση όλο και κάποια συλλαβή άφηνα στο περιθώριο προχειρογραμμένη, τοπόσημο θάρρους, εισιτήριο ανοιχτό. Γιατί ήταν δείγμα τόλμης να τα βάλει κανείς με την κ. Αθανασία που μοίραζε τιμωρίες του τύπου 100 φορές τη φράση «Πρέπει να προσέχω τα γράμματά μου». Τότε αναγκαστικά υπάκουα, γιατί ο φαύλος κύκλος των διαδρομών στο πορθμείο δε θα τελείωνε ποτέ.
Κάπως έτσι μίσησα τις οριζόντιες γραμμές. Με απωθούσε η ασφάλεια της επανάληψης, η σταθερότητα του μοτίβου. Περίφραξη ακινησίας. Εγώ ονειρευόμουν τις γραμμές στα φύλλα σα νεύρα ζωής, στα ποτάμια που διασχίζουν τις κοιλάδες, ροή ζωής που άλλοτε στοχάζεται ήρεμα κι άλλοτε παρασέρνει άγριος χείμαρρος για να θεμελιώσει νέα κοίτη. Θαύμαζα στα ψηλά κυπαρίσσια τις κάθετες γραμμές που άγγιζαν τον ουρανό και τώρα πια, εδώ και τέσσερα χρόνια, τις βρίσκω παρηγορητικές, γιατί από εκεί ξέρω ότι ανεβοκατεβαίνει ο πατέρας μου στον ουρανό. Και την απαλή καμπύλη της αγκαλιάς της μάνας μου που γριούλα πια την ανοίγει και παρόλο που έχει στενέψει, μυρίζει αγάπη και ό,τι πονάει το γιατρεύει.
Έτσι μεγάλωσα γράφοντας ακατάστατα στις οριζόντιες γραμμές. Πρόσεχα όμως τις μικρές γραμμούλες στα χαμογελαστά μάτια, ασφυκτιούσα με τις άγονες γραμμές των σκυθρωπών, έμαθα να διαβάζω ανάμεσα από τις γραμμές τα κρυμμένα – κώδικες και συνθήματα σωτηρίας σε δύσκολες στιγμές. Πολέμησα στην πρώτη γραμμή της αλήθειας χωρίς ποτέ να παρασημοφορηθώ. Άκουσα πολλές φορές στη γραμμή της εκκίνησης το πρόσταγμα του αφέτη κι έμεινα πίσω αρνούμενη να τρέξω, γιατί ήθελα να ξέρω πού θα έφτανα και κανένας δε μου έλεγε.
Κι όταν τα τρένα ξέφυγαν απ’ τις γραμμές κι εκτροχιάστηκε το μυαλό μου, τράβηξα μια διαχωριστική γραμμή φεύγοντας αθόρυβα. Κι όταν είδα παιδιά παραταγμένα σε παράλληλες γραμμές ίδια όψη, ίδια άποψη, στρατιωτάκια ακούνητα αμίλητα τόλμησα να τα κάνω να κουνηθούν ρίχνοντας στα πόδια τους γυάλινους βώλους που παίζαμε στην εποχή της γειτονιάς, των γερανιών και της γλυκιάς αμηχανίας του πρώτου φιλιού. Κι εκείνα σάστισαν, γιατί δεν είχαν δει ποτέ τους βώλο.
Τότε ήταν που άρχισα να διαβάζω τις γραμμές στην παλάμη του χεριού μου σα σχέδια του Πικάσο, που σε μια γραμμή χωράει όλον τον κόσμο. Ανησυχούσα για το μέλλον μου, βλέπεις, κι αναζητούσα απαντήσεις εκεί που μπλέκονται οι γραμμές της καρδιάς, του νου και της ζωής. Ώσπου μόνη της η καρδιά μου πήρε το χέρι μου και το έβαλε να γράφει στίχους σε οριζόντιες γραμμές. Τότε έκανα ανακωχή μαζί τους και τις αγάπησα κλείνοντας μέσα τους όλη μου την ψυχή.