ΓΡΑΦΕΙΝ

Το παλιό καπέλο

Και ενώ το καλοκαίρι πέρασε, (και αυτό το γνωρίζω γιατί η κόρη μου έχει καιρό που επέστρεψε από τις καλοκαιρινές της διακοπές) καθώς και το φθινόπωρο επίσης, (γιατί ο γιός μου έφυγε μακριά για τις σπουδές του), εγώ συνεχίζω να οδηγώ, γερνώντας μέρα με την ημέρα σε ένα κάθισμα, κρατώντας ένα τιμόνι, βυθισμένος σε σκέψεις,  μεταφέροντας ανθρώπους  και παρατηρώντας τις συμπεριφορές τους.

Κάπως έτσι πρέπει να περιπλανιόταν, γερνώντας και εκείνο το παλιό καπέλο που εκείνο το απόγευμα έφτασε ταυτόχρονα με εμένα στην αφετηρία της Scheidplatz. Μπήκε στο λεωφορείο, κάθισε στην πρώτη θέση και περίμενε. Το διάλειμμα ήταν μεγάλο, περίπου 20 λεπτά και έκανε κρύο πολύ αλλά δεν έμοιαζε να έχει σημασία. – Συνήθως μιλάω πολύ άσχημα «από μέσα μου» για τους επιβάτες που κάθονται σε αυτήν την θέση. Με κοιτούν επίμονα, με αδιακρισία, παρατηρώντας την κάθε μου κίνηση και μου χαλούν το διάλειμμα αλλά στην περίπτωση αυτή δεν έτυχε να δώσω ιδιαίτερη προσοχή.  Δεν έδωσα δηλαδή καμία σημασία, δεν ήξερα καν αν είναι άνδρας ή γυναίκα.

Το διάλειμμα τελείωσε, έκλεισα τις πόρτες και ξεκίνησα.

Δεν με ενοχλούσε, δεν ασχολούταν μαζί μου και δεν είχε την «αρνητική αύρα» που περίμενα για να αρχίσω να βρίζω όπως συνηθίζω. Παρατήρησα λοιπόν ότι το παλιό καπέλο είχε λευκά κακοκουρεμένα κοντά μαλλιά,  μία φούστα μακριά, ένα παλιακό πουκάμισο, μαύρα μάλλινα γάντια και ήταν τυλιγμένη σ’ ένα ολόσωμο άσχημο μπουφάν. Κρατούσε επίσης μια παλιά λευκή πλαστική σακούλα και φορούσε ένα χρωματιστό παλιομοδίτικο φουλάρι στον λαιμό που νομίζω ήταν στην μόδα την δεκαετία που γεννήθηκα. Ήταν γυναίκα δηλαδή αρκετά μεγάλη, σε προχωρημένα γεράματα και περίεργη στην όψη.

Στάση στην στάση, διασχίζοντας τις γειτονιές, φτάσαμε στον μεγάλο παιδικό σταθμό, έξω από το Olympiapark, την ώρα που το μάθημα «σχολούσε». Οι γονείς έπαιρναν τα παιδιά τους, ο  δρόμος πλημμυρισμένος από καρότσια, μωρά, πατίνια, ποδήλατα φωνές γέλια κλάματα… Χαμός στην κυριολεξία  και εκείνη ανακάθισε κοιτάζοντας προς τα δεξιά τα παιδάκια στον δρόμο και απλώνοντας το χέρι της άγγιξε το τζάμι με τις άκρες των δακτύλων της σαν κάτι να ήθελε να τους πει αλλά παρέμεινε βουβή. Ο δρόμος άδειασε, εγώ συνέχισα να οδηγώ και λίγη ώρα αργότερα φτάσαμε στην Rotkreuzplatz στο τέρμα της γραμμής. Οι επιβάτες κατέβηκαν, το λεωφορείο άδειασε και θα ξεκινούσα την αντίθετη διαδρομή για να επιστρέψω εκεί από όπου ξεκίνησα. Η κυρία με το παλιό καπέλο όμως είχε μείνει στο κάθισμά της. Δεν γνώριζα αν είχε χαθεί ή αν ήξερε που είμαστε.

Άνοιξα το εσωτερικό πορτάκι της θέσης του οδηγού, την κοίταξα και της εξήγησα ευγενικά πως έπρεπε να κατέβει.

«Φτάσαμε στο τέλος» της είπα «πρέπει να κατεβείτε».

«Θα επιστρέψετε όμως πάλι πίσω, έτσι δεν είναι» με ρώτησε.

«Ναι» αποκρίθηκα

«Ε τότε θα παραμείνω»μου απάντησε και ξανακούμπησε την πλάτη της στο κάθισμα.

Η συνήθης αντίδραση μου θα ήταν να γίνω έξαλλος, να ανεβάσω πίεση, να χτυπήσω κόφτες, αλλά αυτήν τη φορά δεν με ένοιαξε. Ίσα ίσα που αν μπορούσα να μιλήσω καλά την γλώσσα θα της πρότεινα να μείνει εκεί για έναν ακόμη γύρο, να της δώσω την ευκαιρία να κουβεντιάσει με κάποιον,  γιατί έμοιαζε ότι δεν είχε κάπου αλλού να πάει και έξω είχε πραγματικά πολύ κρύο. Η επιστροφή κύλησε ομαλά, εάν εξαιρέσεις τους μεθυσμένους οπαδούς της τοπικής ομάδας χόκεϊ που επέστρεφαν από τον αγώνα στο SAP Garden, το καινούριο γήπεδο της πόλης δηλαδή.

Με τον ίδιο ρυθμό, στάση στην στάση, φτάσαμε πίσω στην Scheidplatz. Άνοιξα τις πόρτες, οι επιβάτες κατέβηκαν και αργά και προσεκτικά το παλιό καπέλο άρχισε να απομακρύνεται ανάμεσά τους διασχίζοντας σούρουπο πλέον τις γραμμές του τραμ μέσα στο κρύο.

Μου είναι αδύνατο να φανταστώ πώς μπορεί να νιώθουν οι  άνθρωποι που είναι απόλυτα μόνοι σε αυτήν την ηλικία. Κάποιες φορές η ζωή φέρνει τα πράγματα έτσι που μοιάζουν με ταινία μελαγχολική του σινεμά. Η δική μου αλήθεια, συγκριτικά, είναι πως παρότι γνωρίζω ότι η κόρη μου διασκεδάζει, περνάει όμορφα, ξέγνοιαστα και θα επιστρέψει, τα καλοκαίρια μού λείπει πολύ. Το ίδιο και με τον γιό μου. Είμαι ευτυχισμένος που βλέπω ότι είναι καλά, περνάει όμορφα, άνοιξε τα φτερά του και ακολουθεί με ασφάλεια έναν δρόμο δημιουργικό και σωστό, αλλά το κενό της μοναξιάς μέσα μου είναι συντριβή δύσκολα διαχειρίσιμη. Και τα λέω αυτά έχοντας παιδιά, αδέλφια, γονείς, φίλους, δουλειά και τα μισά περίπου χρόνια από τη μοναχική κυρία με το φθαρμένο εκείνο παλιό καπέλο αλλά και από όλους εκείνους που ένα αντίστοιχο καπέλο μένει κρεμασμένο σε μια πόρτα, το τηλέφωνο σταμάτησε πριν δεκαετίες να χτυπά και βουβοί περιμένουν το τίποτα.

Σου άρεσε;

Διάλεξε τα αστέρια που επιθυμείς!

Μέσος όρος 5 / 5. Σύνολο ψήφων: 51

Δεν υπάρχουν ψήφοι! Γίνε ο πρώτος που θα βάλει αστεράκια.

Σταύρος Μάλλιος

Ο Σταύρος είναι ένας καθημερινός άνθρωπος χωρίς εκπαίδευση στην συγγραφή και χωρίς ιδιαίτερες ακαδημαϊκές γνώσεις. Τα σύντομα διηγήματά του είναι συνήθως βιωματικά και αφορούν σε διάφορες περιόδους της ζωής του.

error: www.grafein.gr