Τη βρήκα με κομμένη ουρά κάτω από το αυτοκίνητό μου. Με κοιτούσε με φόβο και παράπονο.
Ποιος σου το έκανε, ψιθύρισα. Ένα δάκρυ κύλησε στα πράσινα μάτια της.
Περίμενε, θα σου φέρω να φας.
Έτρωγε με λαιμαργία το τυρί που της έδωσα.
Την επόμενη μέρα με περίμενε στην είσοδο της οικοδομής.
Σε λίγο θα σου δώσω φαγητό της είπα και αυτή άρχισε να κουνά τη μισή ουρά της.
Πρόσεξα ότι ήταν κτυπημένη στο δεξί της πόδι.
Την ανέβασα στο σπίτι και την ονόμασα Σίσσυ. Δεν άργησε να μάθει τη γλώσσα μου και μια μέρα μου εξιστόρησε την ιστορία της.
Είχε πέντε αδέλφια, τα σκότωσαν όλα, αυτή κατάφερε να γλυτώσει χάνοντας μόνο τη μισή ουρά της.
Έψαχνε στους κάδους για φαγητό, δεν ήταν λίγες οι φορές που έμενε νηστική.
Κάποια μέρα τής έβαλαν δηλητήριο στο φαγητό. Ήταν άλλες δέκα που έτρωγαν μαζί της. Αυτές, που έφαγαν περισσότερο, πέθαναν με φρικτούς πόνους.
Μερικοί άνθρωποι μας μισούν είπε. Άλλοι βέβαια μας αγαπούν.
Τη χάιδεψα στο μικρό της κεφάλι και αυτή άρχισε να τρίβεται στα πόδια μου κουνώντας τη μισή της γκρίζα ουρά.