Οι αλυσίδες άρχισαν να πονάνε όλο και περισσότερο καθώς γράφω στο χαρτί. Οι σημειώσεις και οι σκέψεις που σημειώνω βαράνε στον λαιμό μου ηλεκτροσόκ και τα διηγήματα αφήνουν μια στάχτη κάτω από τα γράμματα. Οι στάχτες κάθονται στον ξύλινο τοίχο και δεν αφήνουν τον ήλιο να μπει στις χαραμάδες και να φωτίσει το μέρος. Οι κορμοί των δέντρων στέκονται με τη βοήθεια σίδερων ώστε να μην ξαπλώνουμε και αποκτούμε συνείδηση των πραγμάτων. Ο κόσμος κατατάσσεται αποδεκατισμένος σε μια απέραντη μορφή πράσινου και χαμηλού επιπέδου ομίχλης που επισκίαζε τα κόκαλα των πεθαμένων.
Μετά την καταστροφή του κόσμου οι υπαίτιοι που μας φυλάκισαν έφυγαν και μας άφησαν μια ζωή ρουτίνας που άλλαζε με τον χρόνο. Η ελευθερία λόγου δεν υπήρχε και έτσι έπρεπε να εκφραζόμαστε με το γράψιμο. Όχι ότι βοηθούσε αποτελεσματικά αυτή η ενέργεια αλλά εμένα προσωπικά μού έδινε κίνητρο. Η νύχτα μου αποτελούσε την πιο ενεργή μου συμπεριφορά καθώς στο βράδυ υπήρχε περισσότερο φως από ό,τι την ημέρα. Καθόμουν στα σκαλιά ενός παρατημένου σπιτιού κρατώντας μια βαριά κλειδαριά στο ένα χέρι για να μην ξεχνάω ότι η τωρινή κατάσταση φέρνει συνεχώς ανανεώσεις και πολυπλοκότητες. Στο άλλο χέρι κρατώ ένα κομμάτι χαρτί για να γράφω. Ακόμα και ο προηγούμενος κόσμος θεωρούσε την πολυπλοκότητα μια αισχρή κίνηση αντιμετώπισης των προβλημάτων αλλά ακόμα και τώρα η ιδέα της συγγραφής ασκούσε ένα σωστό μέσο.
Το τελευταίο κομμάτι όσον αφορά την αλληλεπίδραση των ανθρώπων ήταν ένα άλλο κεφάλαιο. Αποτελούταν μόνο από βλέμματα και κλοτσιές που πατούσαν στο έδαφος. Όμως δεν το είχα ανάγκη για επαφή. Ο προορισμός μου επιτέλους ολοκληρώθηκε. Ο λόφος των κίτρινων και μωβ μανιταριών ήταν τέλειος. Σκαρφάλωσα πάνω τους κι έκατσα ατελείωτες ώρες κοιτώντας την αφοσιωμένη φωτιά που έβαλαν τα άστρα, καθώς έπεφταν στη γη αφανίζοντας μια ελπίδα που είχαν οι εξεταστές δολοφόνοι της.