Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα χωριό πολύ μακριά, μια μικρή νεράιδα έπρεπε να κρύβεται γιατί ήταν διαφορετική από τους άλλους, από τους ανθρώπους του χωριού.
Η νεράιδα ήταν μαγευτική, με μεγάλα χρωματιστά φτερά και μαλλιά υπέροχα, πλούσια και λαμπερά. Κάθε φορά που έβγαινε, φορούσε μια κάπα για να περνά απαρατήρητη από τον κόσμο-τον φοβόταν. Έτσι, έκρυβε την ομορφιά της, τα φτερά της, τα μαλλιά της.
Έμενε σ’ ένα σπιτάκι λίγο έξω από το χωριό για να μπορεί να είναι ο εαυτός της. Κάθε μέρα περνούσε μέσα από την αγορά για να πάει να πετάξει πάνω από τα τείχη του χωριού και να δει την ονειρική θέα των βουνών. Όταν την κοιτούσε, αισθανόταν ότι πετάει. Ήθελε να φύγει αλλά δεν ήξερε τι υπάρχει πέρα, μέσα σε αυτά τα βουνά και αυτό την τρόμαζε και την κρατούσε πίσω.
Μια μέρα όμως καθώς περνούσε από την αγορά μια κοπέλα την ακολούθησε. Η νεράιδα δεν είχε καταλάβει τίποτα. Κι έτσι την είδε να βγάζει την μαύρη κάπα, να ξεδιπλώνονται τα χρωματιστά της φτερά και να πετά πάνω από τα τείχη του χωριού. Η κοπέλα σκαρφάλωσε για αρκετά λεπτά μέχρι που έφτασε στην κορυφή και είδε την νεράιδα να κάθεται λίγο πιο πέρα.
Όμως δεν της μίλησε. Κατέβηκε από το τείχος και είπε σε όλο το χωριό ότι υπάρχει μία νεράιδα. Όλο το χωριό έτρεξε στα τείχη και την είδαν να πετάει και να κατεβαίνει από αυτά. Εκείνη σάστισε, πέταξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και κλείστηκε μέσα στο σπίτι της. Δεν είχε βγει για μέρες, δεν έτρωγε, μονάχα έκλαιγε.
Κάποια μέρα ένα χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα. Εκείνη πλησίασε αλλά δεν άνοιξε, φοβήθηκε να το κάνει. Ένα γράμμα εμφανίστηκε κάτω από την πόρτα. Το πήρε και το διάβασε.
«Μην φοβάσαι, δεν πρόκειται να σε πειράξουμε. Το ότι είσαι διαφορετική δεν είναι κακό. Είναι κάτι πολύ ωραίο. Τα φτερά σου είναι υπέροχα και θα θέλαμε να τα ξαναδούμε. Ξέρεις, γνωρίζαμε ότι είσαι νεράιδα, σε είχαμε δει αρκετές φορές να πηγαίνεις στα τείχη και να κάθεσαι σε αυτά. Δεν θέλουμε να σε διώξουμε, απλά να σου προσφέρουμε κάτι που δεν είχες ως τώρα, φίλους, κοινωνικότητα, προσωπική ζωή. Αν δεν μας φοβάσαι, έλα στην πλατεία του χωριού. θα χαρούμε να σε γνωρίσουμε».
Κι έτσι πήγε. Αλλά ακόμα φοβόταν. Δεν ήξερε αν είναι κάποια παγίδα για να την πιάσουν. Έφτασε και βλέπει να έχουν ετοιμάσει ολόκληρη γιορτή-μια γιορτή που συνήθιζαν να κάνουν για να καλωσορίσουν ένα νέο μέλος που έρχεται στο χωριό. Την πλησίασαν, της κάνανε κομπλιμέντα και έκανε φίλους. Από τότε δεν ήταν μόνη, βρισκόταν συνέχεια με παρέα.
Τελικά κατάλαβε γιατί ήθελε να φύγει από αυτά τα τείχη. Γιατί ένιωθε μόνη. Μοναξιά, όμως, δεν θα αισθανόταν ποτέ πια.