Σε μία βάρκα στοιβαγμένοι τόσοι άνθρωποι, σαν τις σαρδέλες, ο ένας δίπλα στον άλλο. Δεν ήταν σαν αυτές που ζωγράφιζε στο σχολείο, όμορφη, πολύχρωμη, πάνω σε γαλάζια κρυστάλλινα νερά με φουσκωμένα από τον άνεμο πανιά και τον ήλιο χαμογελαστό, καρφιτσωμένο στον βαμβακένιο ουρανό.
Ήταν από τις άλλες. Από αυτές που μυρίζουν ξινίλα, ιδρώτα, κάτουρο και φόβο. Ωστόσο καθόλου δεν τον ενοχλούσε η ασχήμια και η βρομιά της. Φτάνει που τους έπαιρνε μακριά… Στο σάκο του είχε στριμώξει δύο ρούχα, την κασετίνα με τις μπογιές και το μπλοκ ζωγραφικής. Δίπλα του οι γονείς και τα αδέρφια του. Ο παππούς δεν ήταν πάνω στη βάρκα. Έμεινε πίσω στη γειτονιά. Θεμέλιο ριζωμένο κάτω από τα συντρίμμια του σπιτιού τους. Τους συντρόφευε η ψυχή του, γαντζωμένη σφιχτά στα σύννεφα, χαρούμενη για τη δική τους φυγή και σωτηρία, του είπε η μάνα του και την πίστεψε.
Θα τους έβγαζε άραγε η θάλασσα στη νέα πατρίδα, αναρωτιόταν. Σκοτεινή του φαινόταν, άσπλαχνη. Σαν να μην ένιωθε τον πόνο τους. Έτοιμη ν’ ανοίξει και να τους καταπιεί μέσα στα αφρισμένα κύματα. Κι οι αέρηδες με απόκοσμο βουητό σιγόνταραν τη μανία της, φούσκωναν το θυμό της, ανακάτευαν τα σωθικά της και έκαναν τη βάρκα τους να τραμπαλίζεται σαν ακυβέρνητο καρυδότσουφλο.
Μέρες νηστικοί, άυπνοι, με φλογισμένα κόκκινα μάτια, μούσκεμα ως το κόκαλο, άρχισαν να στραγγίζουν από ελπίδες. Λόγια προσευχής ψέλλιζαν τα χείλη των μεγάλων, νανουρίσματα τα χείλη των μανάδων, κλάματα γοερά και βουβά παραμόρφωναν τα πρόσωπα των μικρών.
Δάγκωσε τα χείλη του, αλμυρά και ξεραμένα, να εμποδίσει τα δάκρυα να ανέβουν στα μάτια, όταν ο ουρανός ντυμένος με μουντό μολυβί πήρε να στάζει. Και τότε το είδε. Ένα δελφίνι έσκιζε το φουρτουνιασμένο πέλαγος, πηδούσε πάνω από τα γιγάντια κύματα κι ακολουθούσε τη βάρκα. Καβάλα σ’ αυτό ο παππούς που κατέβηκε μαζί με τη βροχή από τον ουρανό. Και ξαφνικά η θάλασσα γέμισε δελφίνια. Πολλά δελφίνια. Πάνω τους τα παιδιά της γειτονιάς, που δε σταμάτησαν το παιχνίδι, δεν έτρεξαν να κρυφτούν, όταν λάμψεις που δεν ήταν αστραπές κομμάτιασαν τον ουρανό και μεταλλικά πουλιά με κρότο εκκωφαντικό σκορπούσαν πυρωμένο θάνατο.
Όλα μαζί τα δελφίνια άγγιξαν τη βάρκα. Την κράτησαν όρθια με τα γυαλιστερά τους ρύγχη, τα μυτερά. Σήκωσαν το βάρος της. Δεν θα την άφηναν να αναποδογυρίσει, να παραδοθεί αμαχητί στον αδηφάγο βυθό. Ένιωσε ασφάλεια με τα δελφίνια, τον παππού και τους νεκρούς του φίλους. Έκλεισε τα μάτια και ονειρεύτηκε. Ονειρεύτηκε μία πόλη χωρίς συντρίμμια και ερείπια, σπίτια που δε σωριάζονται, ανθρώπους που δε μαστιγώνονται από ριπές πολυβόλου, παιδιά που παίζουν ανέμελα στην αυλή του σχολείου και τους δρόμους. Ονειρεύτηκε πως άκουγε γέλια και τραγούδια, παιδικά μυστικά και όχι τις σειρήνες του πολέμου και τα μοιρολόγια των βομβαρδισμών. Ονειρεύτηκε πως γευόταν βανίλια παγωτό, μύριζε αρώματα και ευωδιές κι όχι αέρα πνιγηρό, πλασμένο από σκόνη κι αίμα.
Κι εκεί που τα ονειρευόταν όλα αυτά, η θάλασσα σαν το λάδι στην καντήλα γαλήνεψε. Ο ουρανός καθάρισε, τα σύννεφα διαλύθηκαν, οι ηλιαχτίδες ξεπρόβαλλαν λαμπερές, ζεστές, παιχνιδιάρες κι έπιασαν δουλειά- να στεγνώσουν τα δάκρυα από τα πρόσωπα και τα ρούχα από τα βρεγμένα κορμιά.
Άνοιξε τα μάτια και σήκωσε το κεφάλι ψηλά. Αντίκρυσε το πιο όμορφο ουράνιο τόξο να στεφανώνει τον ουρανό. Κόκκινο σαν τις παπαρούνες, κίτρινο σαν τις μαργαρίτες, μωβ σαν τις ανεμώνες, βιολετί σαν τις λεβάντες, πράσινο σαν το χορτάρι, πορτοκαλί και μπλε σαν τα αγριολούλουδα που φυτρώνουν στο λιβάδι που ονειρεύτηκε πως θα χτίσουν το νέο τους σπίτι.
Μόλις βρουν ακτή, θα βγάλει το μπλοκ του και θα το ζωγραφίσει. Γιατί τώρα το ξέρει. Το ουράνιο τόξο δεν είναι μόνο φτιαγμένο από ήλιο και βροχή. Είναι πιο πολύ φτιαγμένο από τα όνειρα των παιδιών από τις πατρίδες τις ματωμένες, τις αλησμόνητες. Είναι δικό του και δικό τους.