Παρατηρούσε τους ανθρώπους τριγύρω της, τους μορφασμούς τους, το άγχος που μετέδιδαν από την κάθε τους κίνηση, τα θλιμμένα χαμόγελά τους, τη φύση, τα ζώα, τον ουρανό.
Δεν είναι πως τα σιχαινόταν μα την έπνιγαν. Έβρισκε διαφυγή στην ηρεμία της φύσης. Σε ‘κείνες τις βόλτες που όργωνε τους δρόμους ατελείωτες ώρες μοναχή της.
Κάτι στοιβαγμένα χαρτιά στο ταχυδρομοκούτι της, είχε κουραστεί να ξεχρεώνει το κράτος δουλεύοντας υπερωρίες. Κάτι στοιβαγμένα χαρτιά στην άκρη του γραφείου της, αφορούσαν την υγεία της, μα δεν φαινόταν να την ένοιαζε. Το βλέμμα της ήταν αδιάφορο και έκρυβε μία στάλα φόβου.
Στο ξύλινο κομοδίνο της έκρυβε όλη τη σαπίλα. Έτσι την αποκαλούσε. Η σαπίλα της ψυχής της. Κάτι αντικαταθλιπτικά στριμωγμένα με τα αγχολυτικά που είχε υποσχεθεί πως δεν θα ξανά πάρει. Ένα τετράδιο γιομάτο με θλίψη, δάκρυα και ερωτηματικά που αναζητούσε απαντήσεις σαν ναρκομανής. Μια φωτογραφία ξεθωριασμένη και τον βαφτιστικό της σταυρό μπλεγμένο. Τούτα βρίσκονταν παρατημένα στο συρτάρι. Έχασε την πίστη της σε κάθε τι γύρω της. “Ποιος θεός; Ποιος διάολος; Που να με πάρει” και η καημένη η γάτα της όποτε την άκουγε νιαούριζε σαν να κατανοεί την δυστυχία της.
Άνοιγε την τηλεόραση της, αράδιαζε το κορμί της στο κρεβάτι με σβηστά τα φώτα, ίσα ίσα που την τύφλωνε το φως από το γυαλί. Μεταλλάξεις του ιού, αυτοκτονίες, γυναικοκτονίες, ναρκωτικά, τι φόρεσε η Τούνη, έξυπνα μέτρα, lockdown, βιασμοί, τι απάντησε ο Ερντογάν.
Τη θυμάμαι να ψάχνει μανιακά το τηλεκοντρόλ για να την κλείσει ώσπου την έσπασε. Θα ‘λεγε κανείς πως τρελάθηκε, μα είχε μπουχτίσει. Άνοιξε το συρτάρι από το ξύλινο κομοδίνο της. Δεν έβγαλε μιλιά, οι κινήσεις της μηχανικές, νευρικές. Τα φύλαγε για ώρα ανάγκης κι ας το είχε υποσχεθεί, άλλωστε σε κείνη υποσχέθηκαν έναν καλύτερο κόσμο. Άφησε τα δάκρυα και έκλεισε τα πράσινα μελαγχολικά της μάτια να κοιμηθεί. Ονειρεύτηκε πως ζούσε δίχως έγνοιες. Οι χτύποι της καρδιά της ανέβηκαν κι έπειτα ξύπνησε. Όνειρο ήτανε καλή μου, σήκω να αδράξεις την ημέρα σου στον εφιάλτη που σου έπλασαν.
Ομολογώ πως γίνομαι φλύαρη συνέχεια κι ίσως σε κούρασα, μα εσύ ζεις στο όνειρό σου ή ζεις το όνειρό σου;