Αχλή Φωτός
παραθυρόφυλλα που τρίζουν
μεντεσέδες σκουριασμένοι
και η βαριά οσμή μιας άλλης
εποχής
γέφυρα λησμονημένων
ονείρων
καμωμένα από φθαρτά και
άφθαρτα υλικά
πεπερασμένα
στο φόντο του μάταιου
αχτίδα βάφει με κόκκινο
την παλιά σκεπή
εισχωρεί με θέρμη στο
ετοιμόρροπο σπίτι
αποκαλύπτει στο φως την
αλλοτινή αξία
χάραγμα προσδοκίας η νέα
μέρα κυοφορεί
Η καρδιά του σπιτιού
αιματώνεται
χτυπά ξανά
κάτι το άφθαρτο πάντα
δονείται εντός
Όταν μίλησα
πήρε καιρό ν ’αποδεχτώ τι συμβαίνει
πήρε καιρό να μιλήσω
τις λέξεις να γδάρω έπρεπε
είχαν αλήθειες να πουν
πήρε καιρό να βρω τα
φωνήεντα
τα σύμφωνα διέφευγαν απ’ τα
σφιγμένα δόντια
τον πόνο
κόμπο-κόμπο
συλλάβισα
από το στομάχι ευθεία
ατέρμονη ως το λαιμό
στην καρδιά για ανεφοδιασμό
μια στάση κι ύστερα θρύψαλα
στο τέλος Αρθρώθηκε Λόγος
σκέψεις και λέξεις
Αιμορραγώντας Ακατάσχετα
Επανήλθαν.
Λύσις.
Δικαίωση σε αναμονή…