Έλα καρδιά μου
γράμμα σου γράφω
μιαν εξομολόγηση απροσδόκητη
για εκείνα που στο στήθος μου για μέρες τώρα
άνθιζαν τρυφερά.
Χίλια τα γράμματα
που το λευκό σεντόνι μας θα ντύσουν
χίλια τα δράματα που με μετάξι θα τα ντύνω.
Μικρό το γράμμα αγάπη μου,
λίγες οι συλλαβές, βραχύβιες οι λέξεις
μα μια αγάπη μακρόπνοη σου στέλνω
προσεκτικά την τύλιξα σε διάφανο χαρτί
και σφράγισα τα μάτια της με βουλοκέρι,
αλλού ξανά να μην κοιτάξουν.
Έφτασε το γράμμα, αγάπη μου;
Φοβάμαι τόσο
το γραμματόσημο που κόλλησε ο ταχυδρόμος
έμοιαζε, αλήθεια, απειλητικό.
Μια κυρία με πλατύψηλο καπέλο
με κοίταζε περιφρονητικά
την ώρα που πίσω από τη βεντάλια της
κρυφομιλούσε.
Νομίζω πως τα λόγια μου
μια πληγή δική της ξεδίπλωσαν ,
το πέπλο αποκάλυπταν των συμβιβασμών της
και ξέρω, αγάπη μου,
σκληροί πως είναι οι άνθρωποι
όταν καθρέφτης είμαστε του εαυτού τους.
Θα έρθει το γράμμα,
αγάπη μου, στο είπα;
Συμφώνησα την αυγή
με δυο περιστέρια
και εκείνα,
θα στο φέρουν.
(Μόνο πρόσεχε τα δάχτυλα, καθώς τις λέξεις ανατρέχεις∙
καίνε τα φωνήεντα και φοβάμαι μήπως
παρανάλωμα γενείς
πριν με διαβάσεις)






