ΓΡΑΦΕΙΝ

Άλεκτες συναντήσεις

Οι χειμερινές διακοπές εδώ και δυο-τρείς μέρες είχαν αρχίσει και οι φοιτητικές εστίες είχαν ήδη αδειάσει. Ελάχιστοι φοιτητές απέμεναν πλέον σε αυτές, κυρίως εκείνοι που προέρχονταν από μακρινούς τόπους ή άλλοι που τους κρατούσαν εδώ διάφορα προσωπικά προσκόμματα. Ανάμεσα στους τελευταίους και εγώ.

Είχε τα καλά της αυτή η κατάσταση. Είχε ας πούμε ησυχία, πράγμα πολύ σπάνιο όλο τον υπόλοιπο χρόνο που οι εστίες ήταν γεμάτες, έσφυζαν από ζωή και νεότητα. Τώρα η σιωπή βασίλευε στους μακρούς ατέλειωτους διαδρόμους της εστίας όπου και εγώ έμενα, με τα δεκάδες άδεια τετράκλινα δωμάτια, παραταγμένα από τη μια και την άλλη πλευρά των διαδρόμων. Είχε επίσης απλωσιά και διαθεσιμότητα στα κοινά μπάνια, όπου όλα ήταν στην διάθεση σου όποτε εσύ και η φύση το αποφασίζατε. Και μέσα στο δωμάτιο, μπορούσε να ακούσει κανείς μόνο τον θόρυβο που έκανε η δική του ζωή, κανενός άλλου από τους επιπλέον τρείς συγκατοίκους! Όλα απέπνεαν μια απολαυστική ησυχία, μια μακάρια ηρεμία, μια τρυφηλή σιωπή- που όμως μετά την πρώτη, δεύτερη, τρίτη μέρα άρχισαν όλα αυτά, σιγά-σιγά, να χάνουν την αξία τους και να γίνονται άβολα και αχρείαστα.

Ξύπναγα νωρίς το πρωί, έβγαινα έξω για μια μεγάλη βόλτα στην πόλη, απ’ όπου γυρνούσα τρεις-τεσσερις ώρες αργότερα κι αφού είχα γευματίσει κάπου στο μεταξύ, για να ξαπλώσω λίγο το μεσημέρι και να ξαναβγώ πάλι στην πόλη, για άλλη μια μικρότερη αυτή τη φορά βόλτα. Δεν υπήρχαν μαθήματα ή άλλες ακαδημαϊκές υποχρεώσεις να με απασχολούν, οι φίλοι και οι γνωστοί στην ίδια εστία ή σε παρακείμενες βρίσκονταν από μέρες στα σπίτια τους με τους δικούς τους ανθρώπους, δεν είχα σε αυτή την πόλη, που είχα άλλωστε έρθει πριν δύο μόλις μήνες, κανέναν για να μιλήσω, κανένα να αναζητήσω, κανέναν να επισκεφθώ. Μόνο να αλλάζω μερικές κουβέντες με τον σερβιτόρο στο εστιατόριο μπορούσα, με τον θυρωρό καθώς έμπαινα ή έβγαινα στην φοιτητική εστία ή με τις πωλήτριες στα μαγαζιά σχετικά με τα εμπορεύματα που διάθεταν, κι αυτό ήταν όλο. Δυστυχώς, έπρεπε να περάσω αυτές τις λίγες ημέρες των χειμερινών διακοπών εδώ στο Κλούζ της Ρουμανίας, μακριά από την οικογένεια μου που βρισκόταν στην Ελλάδα, εξ αιτίας κάποιου προβλήματος που είχε προκύψει σχετικά με την στρατολογική μου κατάσταση. Ολομόναχος σε μια πόλη γεμάτη από ανθρώπους αλλά έρημη για εμένα, να στεναχωριέμαι και να αγκουσομανάω. Και όσο πέρναγαν οι μέρες, να γεμίζει το κεφάλι μου με λέξεις που κουβαλούσαν σκέψεις, λέξεις και σκέψεις που γεννούσε διαρκώς το μυαλό μου- ένας συνηθισμένος δικός μου τρόπος να αμύνομαι στο περιβάλλον όταν αυτό γινόταν πιεστικό ή στενάχωρο.

Την τρίτη-τέταρτη μέρα αυτής της αγχογόνου μοναξιάς και ησυχίας, μια μέρα πριν τα Χριστούγεννα, απρόσμενα, ήρθε και με επισκέφτηκε στο δωμάτιο μου στην φοιτητική εστία ο Νίκου. Ο Νίκου ήταν Ρουμάνος, Ρομά στην εθνότητα, φοιτητής στην Γεωπονική Σχολή όπως ισχυριζόταν, και μικροέμπορος όπως είχα ήδη διαπιστώσει, που είχε καταφέρει να εισχωρήσει στους κύκλους των πρωτοερχόμενων ελλήνων φοιτητών, και να κάνει “δουλειές” μαζί μας. Προωθούσε μικροεκδουλεύσεις (να αλλάξουμε δολάρια σε λέι, το τοπικό νόμισμα, να μας υποδείξει που θα βρίσκαμε την τάδε υπηρεσία και πως θα πάμε εκεί, ποιό εστιατόριο να προτιμήσουμε κλπ) και από την άλλη αγόραζε από εμάς τζιν παντελόνια, τσιγάρα, κονιάκ Μεταξά κ.α. που φρόντιζε στη συνέχεια να μοσχοπουλά στους ντόπιους, κρατώντας για τον εαυτό του ένα σχετικό κέρδος. Στο ενδιάμεσο όλων αυτών των συναλλαγών είχε αναπτυχθεί μια ιδιόμορφη σχέση μεταξύ όλων ημών των Ελλήνων και του Νίκου, που λιπαινόταν από αρκετή πονηρία, υπομονή και στοχοπροσήλωση από την πλευρά του αλλά και ενός ναρκισσιστικού συναισθήματος δύναμης και αλαζονικής ανωτερότητας από την πλευρά μας.

Ο Νίκου ήταν καλοφτιαγμένος, ψηλός, μόνιμα ντυμένος με μοντέρνα, δυτικά ρούχα. Το μόνο που πρόδιδε την ρομά καταγωγή του ήταν το ιδιαίτερα μελαχρινό χρώμα του προσώπου του. Ήταν πολύ αγαπητός στους κύκλους των Ελλήνων φοιτητών, τόσο αγαπητός που κάποιοι τον προσκαλούσαν στα εστιατόρια για παρέα, ενώ άλλοι τον προσκαλούσαν για καφέ και κουβέντα μαζί του. Με αυτά και εκείνα, και οι δύο πλευρές, χάρην του αμοιβαίου αυτού αλλησιβερισιού καλλιεργούσαν σχέσεις και εξυπηρετούσαν ανάγκες!

Η σχέση η δική μου μαζί του ήταν πάνω-κάτω όπως αυτή που είχε αναπτυχθεί με όλους τους άλλους. Είχα αλλάξει κάποτε κάποια λίγα δολάρια σε αυτόν, του είχα υποσχεθεί ότι θα τον εφοδιάσω στο αόριστο μέλλον με κάποιες αριθμομηχανές τσέπης που ήθελε εκείνος να φέρω από την Ελλάδα για να τις προωθήσει στην ντόπια αγορά, του πρόσφερα και κανένα καφέ όποτε πέρναγε από το δωμάτιο στην εστία, αυτά. Όχι τίποτα ιδιαίτερο. Υπήρχε καλή χημεία μεταξύ μας, όμως, δεν έδινα και ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός ότι ήταν Ρομά και έτσι τις πέντε-δέκα φορές που είχαμε συναντηθεί, όλα είχαν πάει καλά.

Όταν πάντως εκείνο το πρωινό, στις 24 Δεκεμβρίου, ένα πρωινό που μου φαινόταν πολύ δύσκολο να φανταστώ πως θα κατάφερνε να μετασχηματιστεί σε μεσημεριανό, απογευματινό και αργότερα βραδινό, έτσι αργά που σερνόταν ο χρόνος, χτύπησε η πόρτα του δωματίου μου, άνοιξα και είδα τον Νίκου, χάρηκα όλως ιδιαιτέρως. Ήταν ο πρώτος γνωστός που έβλεπα αυτές τις δύο-τρείς μέρες που είχαν περάσει. Έφτιαξα με προθυμία καφέ και για τους δυο μας κι αρχίσαμε να τα λέμε. Του είπα πως ήμουν αναγκασμένος να μείνω στο Κλούζ φέτος τα Χριστούγεννα καθώς και τον λόγο που με αναγκάζει να το κάνω. Εκείνος μου είπε πως, αντίθετα, είχε σκοπό να φύγει σήμερα το βράδυ για το χωριό του, ένα χωριό λίγες δεκάδες χιλιόμετρα από το Κλούζ, στην επαρχία Μούρες. Και με προσκάλεσε αν ήθελα, να πάω και εγώ μαζί του, για μια-δύο μέρες, να περάσω Χριστούγεννα τουλάχιστον. Χάρηκα πολύ με την πρόταση του και την προοπτική ότι δεν θα ήμουν μόνος, τουλάχιστον για κάποιες μέρες. Δεν σκέφτηκα καθόλου τη ρομά καταγωγή του, όπως ίσως θα κάναν κάποιοι άλλοι. Όταν μάλιστα με διαβεβαίωσε πως θα μέναμε στο σπίτι κάποιας φίλη του, είπα αποφασιστικά “θα έρθω, γιατί όχι!” Τελειώσαμε πολύ γρήγορα τον καφέ και χωρίσαμε, συμφωνώντας να ξανασυναντηθούμε αργότερα στον σταθμό των τραίνων.

Η αντιμετώπιση των Ρομά της Ρουμανίας αποτελεί ένα βιβλίο με πολλές διαφορετικές σελίδες. Μετά την σκαιή αντιμετώπιση τους από το προπολεμικό καθεστώς Αντονέσκου, από το 1946, που η Συμμαχία των Δημοκρατικών Κομμάτων, εκλογική συμμαχία με επικεφαλής το Κομμουνιστικό Κόμμα, αναφερόταν σε αυτούς ως “αδελφοί και αδελφές Ρομά”, γρήγορα περάσαμε στην εποχή μετά το 1948, όπου με εδραιωμένη πλέον την εξουσία του κομμουνιστικού καθεστώτος, οι Ρομά ξεχαστήκανε. Παρ’ όλα αυτά, τα πρώτα χρόνια της σταθεροποίησης του κομμουνιστικού καθεστώτος, μεγάλος αριθμός Ρομά επιτράπηκε να στελεχώσει τον μηχανισμό του Κόμματος, την αστυνομία, τον στρατό και τον μηχανισμό ασφάλειας. Η προώθηση όλων αυτών δεν έγινε στα πλαίσια μιας πολιτικής προσφοράς της αιγίδας του Κόμματος στις εθνικές μειονότητες αλλά μάλλον υπήρξε το αποτέλεσμα μιας πολιτικής που στόχευε στην κοινωνική ανέλιξη των φτωχότερων στρωμάτων και στην αποδόμηση της παλαιάς κοινωνικής δομής που έδειχνε απρόθυμη να αποδεχθεί το νέο καθεστώς. Η επιζητούμενη αναστροφή της κοινωνικής ιεραρχίας υπήρξε για το νέο καθεστώς ένας απλός και βέβαιος τρόπος να διασφαλίσει υπάκουους ακόλουθους. Έτσι δημιουργήθηκε ένας μεγάλος αριθμός Ρομά δημάρχων εκείνη την εποχή ή ένας μεγάλος αριθμός Ρομά αξιωματούχων της αστυνομίας και του στρατού. Από το 1960, όμως, που η πορεία εκβιομηχάνισης και αστικοποίησης της οικονομίας και της κοινωνίας επέβαλλε την ανάγκη εύρεσης βιομηχανικών εργατών, υιοθετήθηκε από το κράτος η πολιτική της δημιουργίας εδραίων Ρομά και βέβαια της καταπολέμησης του νομαδικού τρόπου ζωής τους. Πολλοί Ρομά, τότε, έλαβαν δωρεάν κατοικίες από το κράτος κυρίως στις περιφέρειες των μεγάλων πόλεων ενώ οι τοπικές αρχές υποχρεώθηκαν να τους διασφαλίσουν και εργασία. Οικογένειες ολόκληρες εξαναγκάστηκαν να μετακινηθούν από επαρχίες με πολλούς νομάδες (Mures, Alba, κλπ) σε άλλες επαρχίες, σε μεγάλες πόλεις, όπου υπήρχαν εγκαταστημένες μεγάλες βιομηχανικές μονάδες. Η πολιτική αυτή είχε σαν αποτέλεσμα, να εξαφανιστούν τα καραβάνια από Ρομά που διέσχιζαν τις προηγούμενες δεκαετίες την χώρα και πρακτικά, μετά το 1980 να σταματήσει να υπάρχει ο νομαδικός τρόπος ζωής των Ρομά. Τα αποτελέσματα αυτά ενίσχυσε και μια ακόμα πολιτική που ακολούθως υιοθετήθηκε, αυτή “της συστηματοποίησης” των Ρομά. Μια πολιτική που είχε ως στόχο το σπάσιμο των συνοικιών, των γειτονιών και κοινοτήτων των Ρομά, που είχαν δημιουργηθεί στις άκρες των πόλεων και λειτουργούσαν ως γκέτο, δημιουργώντας φωλιές παρανομίας. Υποχρεώθηκαν, έτσι, οι Ρομά που ήδη κατοικούσαν σε συγκεκριμένες γειτονιές στις πόλεις, να μετακινηθούν και να διαχυθούν εξατομικευμένα σε διάφορα σημεία της πόλης, διεσπαρμένοι σε διάφορες πολυκατοικίες ανάμεσα σε διάφορους άλλους κατοίκους, άλλων εθνοτήτων. Τελικά, μιλώντας γενικά και πέρα από εξατομικευμένες περιπτώσεις, οι συνθήκες ζωής των Ρομά στη Ρουμανία κατά τη διάρκεια του κομμουνιστικού καθεστώτος, σημείωσαν αναντίρρητα πρόοδο.

Η Ρομά οικογένεια του Νίκου ζούσε στο χωριό Χανταρένι της επαρχίας Mures, λίγα χιλιόμετρα μακριά όπως είπαμε από την πόλη του Κλούζ όπου σπουδάζαμε εμείς. Αν και σχετικά κοντά, με το φτηνό εισιτήριο του απλού δρομολογίου- εκείνου που το τραίνο σταμάταγε σε όλα τα ενδιάμεσα χωριά- κάναμε πολύ περισσότερη ώρα του αναμενόμενου να φτάσουμε, καθισμένοι ανάμεσα σε μεθυσμένους χωριάτες και πανέρια με πουλερικά. Και όταν φτάσαμε στο Χανταρένι, πρώτα περάσαμε από το διαμέρισμα των γονιών του Νίκου – ένα μικρό διαμέρισμα τρίτου ορόφου σε μια καινούργια πολυκατοικία- που ανέβηκε μόνος του για να τους χαιρετήσει, όση ώρα εγώ έπινα μια μπύρα κάπου εκεί γύρω. Όταν με ξαναβρήκε, κατευθυνθήκαμε μαζί προς το σπίτι της φίλης του, που μας περίμενε για το ρεβεγιόν των Χριστουγέννων.

Το σπίτι αυτό ήταν μια αγροτική ξύλινη κατοικία που βρισκόταν στις παρυφές του χωριού. Μια γυναίκα μάς υποδέχθηκε και μας οδήγησε σε μια μεγάλη στρογγυλή σάλα όπου μια μαντεμένια μασίνα ξύλου, μια ξυλόσομπα, εξασφάλιζε ζέστη ενώ συνάμα εξυπηρετούσε και στο ψήσιμο του φαγητού. Ολόκληρη η κατοικία, όχι μόνο η κεντρική στρογγυλή σάλα, δεν είχε πάτωμα αλλά πατημένο χώμα, καλυμμένο μερικά από στρωμένα, πολύχρωμα χαλιά. Περιμετρικά της σόμπας και στη σειρά, βρίσκονταν ένα γύρω τα έπιπλα του δωματίου: ένα μεγάλο κρεβάτι, παραδίπλα του ένα ξύλινο ντουλάπι για ρούχα, πιο κει ένα τραπέζι με καρέκλες, και ακόμα πιο πέρα ένα μικρό ντιβάνι, που χρησίμευε σαν καθιστικό. Μας άνοιξε την πόρτα μια γυναίκα που μας  καλωσόρισε πολύ ζεστά. Ήταν μια πολύ όμορφη γυναίκα, γύρω στα σαράντα, που όπως μου είπε εργαζόταν ως εργάτης στο τοπικό εργοστάσιο. Γνώριζε ότι θα ερχόμασταν και είχε προετοιμαστεί για τον ερχομό μας. Είχε τα πλούσια μαύρα μαλλιά της λυτά, φορούσε χαλκάδες κρεμασμένους στα αυτιά της και μια μαύρη ελιά στο μάγουλο της, φυσική ή τεχνητή δεν ξεχώρισα, και πολλές-πολλές σειρές βραχιόλια στους καρπούς της. Φορούσε ένα πολύχρωμο κλαρωτό φουστάνι, που μεγάλωνε ακόμα περισσότερο την χαρά που εξέπεμπε η υποδοχή που μας έκανε. Είχε ένα παιδί με κινητικά προβλήματα, κάτω από δέκα χρονών, μόνιμα καθισμένο στο μεγάλο κρεβάτι της σάλας που συνεσταλμένα, μας χαιρέτησε όταν μας έκανε τις συστάσεις. Σε λίγη ώρα έφθασαν και οι άλλοι φίλοι της που περιμέναμε: ένας μεγαλόσωμος τύπος, θηρίο ολόκληρο, με πρίμιτιβ ύφος και ένα μάτι, αφού το άλλο ήταν καλυμμένο με λαστιχένιο επίδεσμο, σαν τον Μωσέ Νταγιάν, συνάδελφος της στο εργοστάσιο όπως μας είπε. Και ένας άλλος, αδύνατος με πιο θηλυκό φέρσιμο και κόκκινη πουκαμίσα κάτω από την βαριά κάπα του, κατάσαρκα πάνω στο πολύ σκούρο κορμί του. Μουσικός όπως μας εξήγησε, έπαιζε βιολί. Την παρέα μας συμπλήρωσε η μητέρα της κοπέλας, που έφτασε λίγο αργότερα απ’ όλους. Όλοι τους Ρομά. Εγώ, έχοντας ελάχιστο καιρό στην Ρουμανία, δεν είχα καταφέρει να μάθω ικανοποιητικά την ρουμάνικη γλώσσα και έτσι δεν μπορούσα να συνεννοηθώ ουσιαστικά μαζί τους. Μέσες-άκρες έπιανα τις περισσότερες φορές το νόημα των λόγων τους. Και εκείνοι, αυτό το κατάλαβαν και σταμάτησαν να μου μιλάνε. Συνέχιζαν όμως να με κοιτούν με αποδοχή και ζεστασιά, να μου γεμίζουν πότε-πότε με τσίπουρο το ποτήρι μου ή να μου προσφέρουν φαγητό από το τραπέζι που είχε στο μεταξύ στρωθεί, απευθύνοντας μου από καιρού σε καιρό μεγαλόφωνα λέξεις που περιεγράφαν αυτό που μου πρόσφεραν (“κρέας” φερειπείν) ή αυτό που εκείνη τη στιγμή συζητούσαν (“Τσαουσέσκου” φερειπείν).

Βγήκαν πολλά καλούδια που γέμισαν το τραπέζι. Και από πιοτό, η φτηνή τσουίκα- το δικό τους τσίπουρο. Το ένα ποτήρι έφερε το άλλο, ήρθε και η ευθυμία και η  ιλαρότητα και μαζί ήρθε και το τραγούδι. Άρχισε να τραγουδάει η νεαρή γυναίκα, ακολούθησε ο μονόφθαλμος γίγαντας που άρπαξε ένα ξύλινο σκαμπουδάκι από δίπλα του, το γύρισε ανάσκελα και άρχισε να το παίζει τουμπερλέκι για να την συνοδεύει, έβγαλε και ο θηλυπρεπής φίλος τους ένα βιολί κι άρχισε να παίζει και αυτός. Τραγουδάγανε τραγούδια δικά τους, τσιγγάνικα. Και κάποια στιγμή η όμορφη τσιγγάνα, σαν πλάσμα που λες ξεφύτρωσε από το χώμα έτσι μαύρη που ήτανε, σηκώθηκε κι άρχισε να χορεύει τσιφτετέλι, με μια φλόγα στα μάτια της που όλο φούντωνε. Με τη μελαχρινή της σάρκα να πιέζει τα ρούχα της, έτοιμη να τα σκίσει καθώς τεντώνονταν, ακάλυπτη από εσώρουχα, στα τσαλίμια του χορού της. Δίνοντας ομορφιά, χαρά και όνειρο σε μια παρέα που όλοι ανήκανε σε όλους. Που όλοι συμμετείχαμε και επικοινωνούσαμε μέσω των συναισθημάτων και των αισθήσεών μας. Χωρίς να έχω ανάγκη πια τις λέξεις της γλώσσας, για να τους δείξω πόσο χαιρόμουν που ήμουν κοντά τους, πόσο όμορφο ήταν όλο αυτό που μοιραζόμασταν. Όλοι μαζί, να τρωγοπίνουμε, να τραγουδούμε, να χορεύουμε. Έως ότου πέρασε αυτή η νύχτα ή το μεγαλύτερο μέρος της. Και στο τέλος της κι αφού φύγανε πρώτα ο μονόφθαλμος γίγαντας και ο θηλυπρεπής φίλος του, η όμορφη Τσιγγάνα και η μάνα της μας στρώσανε στο διπλανό δωμάτιο να κοιμηθούμε κρατώντας αυτές και για τους τρεις τους το μεγάλο κρεβάτι της σάλας.

Την άλλη μέρα το πρωί, όταν ξυπνήσαμε, η νεαρή τσιγγάνα με ένα ύφος συνενοχής, μας σέρβιρε πρωινό, έχοντας τα μαλλιά της τώρα πιασμένα με μαντήλι. Όταν τέλειωσε κι αυτό και ήμασταν στην πόρτα, έτοιμοι να χαιρετηθούμε, έβγαλε το μαντήλι της από τα μαλλιά της και μου το χάρισε ενώ στον Νίκου έδωσε μια μεγάλη, ζεστή αγκαλιά ένα φιλί στο μάγουλο. Παίρνοντας το μαντήλι, ψέλλισα αμήχανα κάποιες λέξεις ευχαριστίας και αποχαιρετισμού, από αυτές τις λίγες που είχα καταφέρει μέχρι τότε να μάθω, επιβεβαιώνοντας με αυτόν τον τρόπο πως είχα ξαναγυρίσει στον κόσμο που οι λέξεις είναι απαραίτητες.

Φύγαμε από αυτό το τόσο φιλόξενο σπίτι, παίρνοντας τον δρόμο της επιστροφής. Προσέχοντας μην γλιστρήσω πάνω στον παγωμένο δρόμο, πολύ γρήγορα άρχισα να αναρωτιέμαι αν πράγματι έζησα όλα όσα σας διηγήθηκα ή απλώς τα φαντάσθηκα. Όπως αναρωτιέμαι κάθε χρόνο από τότε! Ευτυχώς που υπάρχει το μαντήλι!

Σου άρεσε;

Διάλεξε τα αστέρια που επιθυμείς!

Μέσος όρος 5 / 5. Σύνολο ψήφων: 1

Δεν υπάρχουν ψήφοι! Γίνε ο πρώτος που θα βάλει αστεράκια.

Νίκος Μπιλανάκης

Ο Νίκος Μπιλανάκης είναι γιατρός ψυχίατρος, Συγγραφέας πολλών επιστημονικών άρθρων και βιβλίων αλλά και λογοτεχνικών κειμένων. Αρθρογραφεί τακτικά σε εφημερίδες και ηλεκτρονικούς ιστότοπους.

error: www.grafein.gr