«Χαράματα και δειλινά κλαίει η καρδιά μου και πονά,
ένα πρωί χαράματα έφυγες μακριά μου
και μου’ μειναν τα κλάματα κι ο πόνος συντροφιά μου.
Και τώρα μες στην ερημιά ψάχνω να βρω παρηγοριά,
είμαι ένα έρημο πουλί μες στο κλουβί κλεισμένο
και μόνη μου παρηγοριά εσένα να προσμένω».
Η Λίνα σιγοτραγουδά όπως κλείνει την πόρτα του taxi. Τα τζιτζίκια και ο θόρυβος των τακουνιών της της κρατούν σιγόντο στον έρημο δρόμο.
«Τι ορχήστρα κι αυτή!» σιγομουρμουρίζει ο Αλκης παρακολουθώντας την από τις ανοιχτές γρίλιες να βαδίζει καμαρωτή και ατάραχη για την ενόχληση που πιθανόν να προκαλεί. Σ’ αυτήν την ξεχασμένη από τον χρόνο γειτονιά του Μοσχάτου με τα χαμηλά σπίτια και τις παλιομοδίτικες αυλές δεν φοβάται κανείς να περπατά μονάχος ακόμη και στη βαθιά νύχτα. Πόσο μάλλον όταν είσαι η συγκεκριμένη κοπέλα.
Δεν λέει να κοιμηθεί απόψε. Φέτος ο Ιούνης μπήκε ζεστός, οι μπαλκονόπορτες και τα παράθυρα άνοιξαν και το ροχαλητό του κυρ Στέφανου μαζί με το κλάμα του μωρού της Στεφανίας ξεχύθηκαν προς τα έξω.
Δεν είναι όμως οι ιδιωτικοί θόρυβοι που αναστατώνουν τον Αλκη αλλά τα 18 του χρόνια και εκείνο το γιασεμί… Δεν καταλαγιάζουν εύκολα οι αισθήσεις όταν είσαι νέος, αχόρταγες συνεχώς, ανταποκρίνονται άμεσα στο παραμικρό σημάδι…
Και τούτο εδώ το ανήσυχο αγόρι βλέπει πολλά σημάδια κι αισθάνεται ακόμη περισσότερα από γεννησιμιού του. Και συν αυτώ επιθυμούσε. Ονειρευόταν πολλά, πολύ περισσότερα από αυτά που μπορούσε η οικογένεια να του προσφέρει. Το γνώριζε και δεν ήταν λίγες οι φορές που αισθανόταν απελπισία κι αφόρητο αδιέξοδο. Λες κι έπεφτε μαύρο μπροστά του. Τότε ήταν που απογοητευόταν και τον κυρίευαν η κακή διάθεση και μια ανεξήγητη επιθετικότητα. Τον θύμωνε ότι δεν ήξερε πώς να διαχειριστεί τις λειψές προοπτικές του. Στο σχολείο δεν ήταν καλός, κάποια ιδιαίτερη κλίση δεν διέθετε και το κυριότερο ήταν φτωχός. Καταραμένη φτώχεια, σκεφτόταν καθώς άκουσε τη Λίνα να επιστρέφει.
Τη θαύμαζε εκείνη την κοπέλα όχι τόσο για την ομορφιά της όσο για τα κότσια και το πείσμα της. Εκανε μεγάλο άλμα από τη γειτονιά τους, στα παραλιακά μαγαζιά. Ελεγαν ότι είχε τη φωνή της Μοσχολιού αλλά και τι μ’ αυτό, σκέφτηκε ο Αλκης, κι άλλες είχαν ωραίες φωνές αλλά εκείνη διέθετε τον χαρακτήρα. Η φήμη της είχε εξαπλωθεί και όλοι μιλούσαν για την καινούργια ανερχόμενη τραγουδίστρια. Αν και μεγαλύτερή του, τη θυμόταν όταν ήταν μικρά κι έπαιζαν όλοι μαζί. Δεν έκανε ποτέ πίσω όταν διεκδικούσε κάτι, σε σημείο που γινόταν ενοχλητική και όλοι μετά υποχωρούσαν για να την ξεφορτωθούν.
Και να ’τη λοιπόν η Λίνα η Ανίκητη…
Τους άφησε όλους πολύ πίσω. Ούτε ψοφοέρωτες με τους ψευτοπαλικαράδες ούτε παντρολογήματα ούτε μικρομεροκάματα. Βουτιά στα βαθιά. Εκεί, μάλιστα, αξίζε να προσπαθεί, τα υπόλοιπα τα καθημερινά δεν την αφορούσαν.
Κάπως έτσι δεν θα ’πρεπε να κινηθεί κι αυτός με τη φιλοδοξία που τον έκαιγε; Μήπως ήταν καιρός ν’ αφήσει την κλάψα και τις ανώφελες αγρυπνίες και να περάσει στη δράση; Ας φώναζαν η μάνα κι ο πατέρας του. Τι ήξεραν άλλωστε; Η μάνα από την κουζίνα και ο πατέρας από τις πρίζες που άλλαζε ολημερίς; Αρρώσταινε όταν θυμόταν τις μέρες που τον ακολουθούσε για να τον βοηθήσει.
Δεν είναι καλό που αφήνει τον χρόνο να κυλάει. Το σχολείο ουσιαστικά τέλειωσε, άλλη υποχρέωση δεν έχει. Από εδώ και πέρα ο χρόνος είναι αποκλειστικά δικός του…
Πρέπει να περάσει στη δράση…
Είναι Κυριακή μεσημέρι. Ο ήλιος καίει, μια απόκοσμη ησυχία καλύπτει τα πάντα. Ολοι μπήκαν στα σπίτια τους να προφυλαχθούν από την αλλόκοτη ζέστη. Ενα πανύψηλο ξανθό αγόρι πηγαινοέρχεται στον δρόμο ανήσυχο και σκεφτικό. Φαίνεται σαν να περιμένει κάτι ή κάποιον. Είναι ο Αλκης που περιμένει τη Λίνα να επιστρέψει. Είχε μάθει ότι εκείνη την ώρα του μεσημεριού ήταν πολύ πιθανό να τη συναντήσει – ήταν δυσπρόσιτη τον τελευταίο καιρό.
Εκείνος όμως είχε τηλεφωνήσει στο πατρικό της και ζήτησε από τη μάνα της, που ήταν φίλη με τη δική του, να τη ρωτήσει πότε μπορούσε να τη δει. Είχε μάθει ότι ετοιμαζόταν να μετακομίσει κι έτρεξε να προλάβει. Εβαλε στην άκρη την ντροπή του και μίλησε στην κυρία Ευτυχία. Εκείνη ήταν που τον συμβούλεψε να την περιμένει εκείνη την ώρα. Ηταν η καλύτερη, του είπε. Ούτε κουρασμένη ήταν από τη νύχτα ούτε φρεσκοξύπνια. Συνήθως επέστρεφε στο σπίτι από τη βόλτα της.
Καθώς λοιπόν ανεβοκατέβαινε τον δρόμο νευρικά άκουσε το μουγκρητό ενός αυτοκινήτου. Είδε έκπληκτος μια κόκκινη κάμπριο Μazerati να πλησιάζει. Είχε ξαναδεί στον κινηματογράφο τέτοιο αυτοκίνητο. Το οδηγούσε μια κοκκινομάλλα κοπέλα και στη θέση του συνοδηγού καθόταν χαλαρή και χαμογελαστή η Λίνα.
Της κοίταζε εξεταστικά.
Του άρεσαν σαν εικόνα, έσπαγαν τη κυρίαρχη μονοτονία. Να δεις που κάπου την ήξερε και την άλλη κοπέλα, σίγουρα θα σχετιζόταν με τον λαμπερό κόσμο της Λίνας. Φαινόταν από τον αέρα της και την άνεση που εξέπεμπε.
Αμηχανία τον κυρίευσε ξαφνικά. Ωχ, και τώρα τι θα κάνει και τι θα πει;
(Ηταν ανάγκη να έρθει μαζί με τη φίλη της; Πώς θα της ζητήσει αυτό που είχε στο μυαλό του μπροστά στην άλλη; Η παρουσία της το έκανε δυσκολότερο)
Το αυτοκίνητο σταμάτησε ήρεμα μπροστά στην πόρτα του σπιτιού της. Ο Αλκης πάγωσε δίπλα στην πόρτα.
Η Λίνα άνοιξε νωχελικά την πόρτα και βγήκε ενώ ταυτόχρονα τον κοίταζε επίμονα.
– Γεια σου, Βάσια, θα τα πούμε, την άκουσε να λέει ενώ η καρδιά του πήγαινε να σπάσει.
Ουφ, ευτυχώς η άλλη έφευγε.
Η νεαρή γυναίκα κοιτάζοντάς τον ίσα στα μάτια πλησίασε προς το μέρος του. Η έκφρασή της έδειχνε απορία. Κοιτάζοντάς της ο Αλκης πρόσεξε ότι είχε μεγαλώσει… Εκείνη η αυθάδεια που χαρακτήριζε το πρόσωπό της δεν υπήρχε πια και το βλέμμα της είχε γίνει λίγο θαμπό, του έλειπε εκείνη η λάμψη που σ’ έκανε να τα κακαρώνεις όταν έπαιζαν όλοι μαζί και ήθελε να τους επιβληθεί. Βέβαια η κορμοστασιά είχε την ίδια περηφάνια και το ίδιο μαγκιλίκι. Ποιος ξέρει –σκέφτηκε– τι μάχες θα είχε δώσει, για να στέκεται τώρα μπροστά του λιγότερο σκληρή απ’ ό,τι την ήξερε αλλά και πιο όμορφη. Πιο γυναίκα, με ρούχα που τόνιζαν τη θηλυκότητά της. Σίγουρα ήθελες να την ξανακοιτάξεις και άλλα πολλά… Κοίτα να δεις, ποτέ δεν περίμενε ότι θα έκανε αυτές τις σκέψεις γι’ αυτό το περίπλοκο πλάσμα.
-Καλησπέρα, Αλκη! Τι κάνεις εδώ μεσημεριάτικα, με τόση ζέστη; Εμένα περίμενες; Η φωνή της από τόσο κοντά ακουγόταν μπάσα, ζεστή. Υπήρχε αέρας οικειότητας ανάμεσά τους. Αυτό κάλμαρε το νεαρό αγόρι που η νευρικότητά του είχε χτυπήσει κόκκινο.
-Θεέ μου, βοήθησέ με, να τα πω σωστά και όπως πρέπει. Να την πείσω…
Ναι, για σένα είμαι εδώ. Μου είχε πει η μαμά σου ότι μόνο έτσι μπορώ να σε βρω.
Κοίτα… (κόμπιασε) Είναι κάτι πολύ προσωπικό και σκέφτηκα πολύ πριν έρθω αλλά είσαι η μόνη που μπορεί να…
Ξάφνου μια μύγα έκατσε στην άκρη της μύτης του. Ενιωσε γελοίος, έκανε μια κωμική κίνηση για να τη διώξει. Εκείνη έβαλε τα γέλια. Αποσυντονίστηκε. Εχασε τα λόγια του. Εκείνη περίμενε με μια περιπαικτική διάθεση που έκανε ακόμη χειρότερη την κατάστασή του. Πώς τα είχε μπλέξει; Δεν θυμόταν τι ήθελε να της πει! Είχε προβάρει τα λόγια του άπειρες φορές και τώρα;
-Αννα, εγώ σε θαυμάζω πολύ (άκουσε τον ευατό του να λέει)! Πιστεύω ότι θα μπορούσες –αν ήθελες φυσικά– να με…
Και τότε έγινε αυτό που δεν έπρεπε με τίποτε να γίνει. Εμφανίστηκε μπροστά τους από το πουθενά ο φίλος του ο Πέτρος – πειραιώτικο αλάνι από τα λίγα. Δηλαδή, του ’κατσε.
– Καλά, τι κάνεις εδώ στο λιοπύρι, Αλκη;
Κοίταξε τη Λίνα από πάνω ως κάτω –κάτι που την εκνεύρισε πολύ, όπως φάνηκε– του έδωσε μια γερή στην πλάτη και του είπε να πάνε να παίξουνε στοίχημα. Το συνήθιζαν κάθε Κυριακή τέτοια ώρα αλλά ο Αλκης πάνω στη φούρια του το είχε ξεχάσει.
-Πήγαινε και θα έρθω του είπε.
–Μπα, θα σε περιμένω. Δεν πηγαίνω μόνο μου, γιατί θα μου την πέσει ο Θάνος (ο ιδιοκτήτης), του χρωστάω πολλά.
Ο Αλκης είχε γίνει κατακόκκινος. Η Λίνα τους άκουγε αμίλητη. Είχε γίνει ρεζίλι, γύρευε τι θα σκεφτόταν για του λόγου του.
–Την είδε να βγάζει τα κλειδιά του σπιτιού της όταν του είπε: Αλκη, τα λέμε κάποια άλλη φορά και απότομα τους παράτησε.
Εμεινε αποσβολωμένος να την κοιτάζει. Το πουκάμισό του είχε γίνει μούσκεμα, το στόμα του είχε στεγνώσει. Ένα κύμα θυμού τον κυρίευσε. Στράφηκε προς τον φίλο του και του έριξε μια μπουνιά. Πάει, αυτό ήταν, δεν υπήρχε περίπτωση να την ξανασυναντήσει και το ήξερε. Τι δειλία ήταν αυτή εκ μέρους του; Πώς επέτρεψε να συμβεί; Γιατί δεν μίλησε ούτε σ’ εκείνη ούτε στον Πέτρο; Γιατί δεν αντέδρασε;
Τα ερωτήματα αυτά θα τον παίδευαν για χρόνια και κάθε φορά η απάντηση ήταν διαφορετική. Όμως το αποτέλεσμα έμενε το ίδιο. Η Αννα έφυγε στην Αμερική και δεν επέστρεψε κι εκείνος έμεινε σ’ ένα περίπτερο της γειτονιάς του αναρωτώμενος πώς θα ήταν η ζωή του «αν…».
– κ. Αλκη, πού είναι τα περιοδικά;
– Μπροστά στον πάγκο δεξιά σας, βρε κοπελιές. Πού έχετε τα μάτια σας;
– Εκεί τα έχουμε, κ. Αλκη μας, του απάντησαν πειραγμένα οι δύο κοπέλες. Απλώς θέλουμε να βρούμε ειδικά ένα περιοδικό που έχει αφιέρωμα στην πρώην γειτόνισσά σας, τη Λίνα Καρ. Ερχεται στην Ελλάδα, βλέπετε, ύστερα από τριάντα χρόνια. Εσείς σίγουρα θα την ξέρετε καλύτερα από μας. Η μαμά μας είπε ότι εκείνη την εποχή όλοι ήσασταν μια παρέα.
Ο Αλκης δεν μίλησε. Εμεινε να τις κοιτά αλλά το μυαλό του είχε φύγει πλέον από εκεί. Πήγε πολλά χρόνια πίσω, σ’ ένα στενό πιο κάτω από το περίπτερο. Εκεί όπου το όνειρό του πέταξε και η τύχη του γύρισε την πλάτη της. ΄Η εκείνος της γύρισε τη δική του πλάτη;
Χαμογέλασε. Αυτήν τη φορά όμως θα επέμενε, έστω κι αν ήταν για ένα αυτόγραφο!
Από εκείνη την ημέρα ο Αλκης ξεφύλλιζε μανιωδώς τα περιοδικά μήπως μάθει κάτι πιο συγκεκριμένο για την άφιξη της Λίνας. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι θα ερχόταν μες στον Ιούνιο για μία συναυλία και θα το συνδύαζε με τις διακοπές της.
Στο μεταξύ η ζωή του κυλούσε με τον συνήθη ρυθμό της. Περίπτερο, σπίτι, νοσοκομείο στη μάνα και κανά ποτάκι στο Μικρολίμανο με την παλιοπαρέα – τον Σπύρο, τον Πέτρο και τη Μιρέλλα. Δεν δέχονταν κανέναν άλλο στην ομήγυρη αν και είχαν εξαντλήσει όλα τα θέματα. Η σιωπή που συνόδευε τις συναντήσεις τους δεν ενοχλούσε κανέναν τους, ίσα ίσα έμοιαζε να την αποζητούν, εκτός από λίγες φορές που τη διατάρασσε κάποιο αναπάντεχο γεγονός.
Είναι Τετάρτη απόγευμα, 15 Ιουνίου, ο Αλκης αισθάνεται το μπετόν των σπιτιών που περιβάλλει το περίπτερο να κοχλάζει από τη ζέστη. Νιώθει αφόρητα, δεν αντέχει άλλο, θα το κλείσει σήμερα πιο νωρίς κι ας μην έκανε τον σεφτέ που ήθελε. Πήρε τηλέφωνο τους υπόλοιπους για να γευτούνε όλοι μαζί το θαλασσινό αεράκι του Μικρολίμανου. Η μηχανή του ήταν στο συνεργείο και θα περνούσε ο Πέτρος με το αυτοκίνητό από τον κεντρικό δρόμο για να τον πάρει μιας και δεν μπορούσε να πλησιάσει στο περίπτερο με τα έργα που έκανε τελευταία ο δήμος.
Είπε να κάνει πιο γρήγορα και άλλαξε κατεύθυνση. Θα πήγαινε από τον παλιό δρόμο με τις νεραντζιές – που του άρεσε κιόλας, για να βγει αμέσως και σίγουρα θα είχε και περισσότερη σκιά. Είχε καιρό να περάσει από εκεί, η αλήθεια είναι ότι πάντα τον απέφευγε. Ηξερε τον λόγο αλλά τώρα δεν ήταν ώρα για περισσότερα. Ο Τάκης θα τον περιμένει.
Επικρατούσε ησυχία. Δεν κυκλοφορούσε άνθρωπος παρόλο που ήταν αργά το απόγευμα και λογικά τα παιδιά άλλη φορά θα κατέκλυζαν τη γειτονιά αλλά μέχρι κι αυτά φοβήθηκαν τον καύσωνα. Εριξε το μπουκάλι με το νερό που κρατούσε στο κεφάλι του για να δροσιστεί.
Τίναξε το κεφάλι του κι εκεί ήταν που έμεινε κόκαλο. Ναι, αυτό ακριβώς. Μπροστά του ακριβώς στεκόταν μια γυναίκα που το κοιτούσε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως πολλά χρόνια πριν! Δεν ήταν δυνατόν. Η ζέστη σίγουρα τον πείραξε και ήταν που βρισκόταν μπροστά από το πατρικό της, δεν εξηγείται αλλιώς…
-Αλκη; Την άκουσε να λέει με τη γνώριμη μπάσα φωνή. (Ωχ σκέφτηκε, γιατί ρωτάει, τόσο πολύ έχω αλλάξει. Θεέ μου, τι είναι αυτό που ζω!)
-Λίνα, εγώ είμαι (Τον άκουσε να λέει ξεροκαταπίνοντας και το συνέχισε).
-Πώς από δω; Εεε, θέλω να πω…
-Χα χα χα ο ίδιος αδέξιος Αλκης! Δεν άλλαξες καθόλου, εκτός από τα μαλλιά σου που γκρίζαραν. Είπα να περάσω να δω το σπίτι για τελευταία φορά πριν πουληθεί. Ησουν ο τελευταίος γείτονας που είχα δει πριν φύγω Αμερική και τώρα συμβαίνει και πάλι το ίδιο!
Ακριβώς πίσω της στεκόταν ένα πανέμορφο ζευγάρι που κοιτούσε όλο περιέργεια. Η Λίνα δεν ήταν πια η νεαρή κοπέλα, το πρόσωπό της –αν και βαμμένο- είχε μια θαμπάδα αλλά διατηρούσε την ίδια κορμοστασιά και ήταν το ίδιο αγέρωχη. Του χαμογελούσε και πάλι αινιγματικά και είχε σταθεί και πάλι περιμένοντας εκείνον να της μιλήσει.
Να μιλήσει, ναι, αλλά τι να πει; Οτι ήταν ένας ανόητος, ένας looser, όπως θα τον έλεγαν στην Αμερική, εκεί όπου έμενε; Εδώ δεν μίλησε τότε, όταν είχαν βρεθεί κάπως έτσι πάλι. Και τότε αισθάνθηκε ένα θυμό να τον κυριεύει. Ηθελε να της επιτεθεί, να την προσβάλει, να της ζητήσει τον λόγο γιατί τότε δεν τον ρώτησε κάτι; Ποια νόμιζε τέλος πάντων ότι είναι έτσι όπως στεκόταν σαν βασίλισσα περιμένοντας να ακούσει τον υπήκοο.
Ομως τώρα εκείνος δεν ήταν πια ο ίδιος. Το ίδιο δειλό αγόρι που περίμενε ρομαντικά την υποτιθέμενη τύχη του. Στυλώθηκε με μια σιγουριά απέναντί της και την κοίταξε ίσια στα μάτια χαμογελώντας.
-Δεν είναι τυχαίο, Λίνα, της απάντησε. Μου το χρωστούσε η ζωή, φαίνεται, και εγώ το χρωστάω σε εκείνο το αγόρι που σε περίμενε αδημονώντας μες στο λιοπύρι.
-Μα γιατί στεκόσουν εκεί; Για να είμαι ειλικρινής, όλα αυτά τα χρόνια όταν σκεφτόμουν την Ελλάδα πάντα η μνήμη μου ανακαλούσε εκείνες τις στιγμές.
-Σε περίμενα για να σου ζητήσω να μου δώσεις την ευκαιρία να ξεφύγω από τη μιζέρια του σπιτιού μου και της γειτονιάς μου έτσι δυνατή και πετυχημένη που ήσουν στα μάτια μου.
–Μα δεν μου είπες τίποτα, δεν μου έδωσες ένα σημάδι να καταλάβω. Του απάντησε η Λίνα έκπληκτη, με μια ελαφρά υπόνοια προφοράς και κουνώντας έντονα τα γεμάτα χρυσά βραχιόλια χέρια της.
(Πότε πρόλαβε, σκέφτηκε ο Αλκης, έφυγε μεγάλη)
Κοιτώντας την ο Αλκης τότε σαν μια κουρτίνα να τραβήχτηκε στα μάτια του. Τους χώριζε τόσο μεγάλη απόσταση. Χρειάστηκε αυτή η συνάντηση για να καταλάβει. Μπροστά του είχε μια γυναίκα που ΠΑΛΕΨΕ για όλα με κεφαλαία γράμματα. Γι’ αυτό και περίμενε εκείνον να της μιλήσει. Της ήταν αδιανόητο σύμφωνα με τον χαρακτήρα της εκείνος ο μικρός να μην μπορεί να εκφράσει τα θέλω του.
Ναι, δεν μπορούσε. Αν και υπερβολικά ματαιόδοξος, ήταν δειλός και κυρίως δίχως σχέδιο.
Γενικά και αόριστα ήθελε να πετύχει. Τι έκανε ο ίδιος γι’ αυτό; Στην τελική τίποτε. Τι είχε να προτείνει τότε στη Λίνα. Τι είχε να της παρουσιάσει από εκείνον. Ενδεχομένως ο βαθύτερος εαυτός του ήξερε και τον φρέναρε και δεν ήταν το τυχαίο περιστατικό με τον φίλο του. Μέχρι εκεί μπορούσε.
Παραδεχόμενος και αποδεχόμενος όλα αυτά, αισθάνθηκε ανακούφιση και εκείνος ο πόνος που πάντα ένιωθε δαμιάς εξαφανίστηκε.
Χαμογέλασε πλατιά και κοίταξε φωτεινά την παλιά του γειτόνισσα, με άλλα μάτια πια. Ανοιξε τα χέρια του να την αγκαλιάσει κι εκείνη η φημισμένη Λίνα Καρ χαρούμενη του το ανταπέδωσε.
–Τι λες; Τελικά θα μου δώσεις ένα αυτόγραφο; Της είπε ενώ κοίταζε το ρολόι μην αργήσει πολύ και τ΄ ακούσει από τον Πέτρο.