ΓΡΑΦΕΙΝ

Το στρώμα το νυφιάτικο

Πάνω στο κρεβάτι μια φουχτίτσα άνθρωπος. Κουβέντα ήθελε:

«Όλο το χωριό στο πόδι, κόρη μου. Μικροί μεγάλοι με δαδιά αναμμένα κίνησαν για τον βάλτο. Η νύχτα στην πιο σκοτεινή της ώρα. Το φεγγάρι άφαντο. Λες και το ρούφηξαν τα λασπόνερα του βάλτου. Για να λυθούν τα μάγια, τετράποδα ορμήνεψε να μαζώξουν στο πιο πηχτό σκοτάδι, σε βρώμικα νερά, η γιάτρισσα. Η γιάτρισσα ζούσε σ’ ένα χαμόσπιτο έξω απ’ το χωριό. Μαντζούνια για τους πόνους έφτιαχνε κι ένιωθε τάχα από διαόλου πράματα.

Σακί γεμάτο μπακάκια και νεροχέλωνες τής πήγανε οι χωριανοί και δέκα λίρες χρυσές απ’ τον πατέρα. Με το χρυσό τα έσφαξε. Κακόμοιρα ζωντανά. Στράγγιξε το αίμα τους και στον κόρφο έκρυψε τις ματωμένες λίρες τις χρυσές. Με το σφαγιασμένο αίμα το ακάθαρτο ράντισαν το τρίτο σκαλί και το στρώμα το νυφιάτικο. Μετά έσυραν το στρώμα στην αυλή. Φωτιά, να το κάψουν, έβαλαν. Λαμπάδιασε εκείνο στη στιγμή. Τριζοβολούσαν οι φλόγες. Άνοιξε το ύφασμα και ροβόλησαν καψαλισμένα τα βαμβάκια. Τριγύρω οι χωριανοί καρτερούσαν να ξεχυθούν τα δαιμόνια απ’ το πανί.

Άδικα. Γιατί η γιάτρισσα, αυτή η γριά, η ξεδοντιάρα, η αγύρτισσα, λάθεψε, κόρη μου. Τα μάγια δεν με μπόδιζαν να κατεβώ τη σκάλα, δεν ρίζωναν τα πόδια μου στο τρίτο το σκαλί, αλλά η ντροπή μου για τις πομπές του. Μαγεμένη δεν ήμουν. Ντροπιασμένη ήμουν. Γύρευα ανθρώπου μάτι να μη με δει. Ούτε το φως του ήλιου βάσταγα. Ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί. Να σκάψω τάφο με τα χέρια και μέσα να κρυφτώ γύρευα. Ούτε τον έδιωξαν, απ’ τα στρωσίδια μας τα νυφικά, μάγια. Τα λογικά του έχασε με το ξεπεταρούδι του φούρναρη, ο ξεσυλλόγιαστος. Χίλιες φορές χήρα-να τον νεκροφιλήσω προσευχήθηκα γονατιστή μπροστά στα εικονίσματα-παρά ζωντοχήρα, ατιμασμένη νιόπαντρη.

Το στρώμα έκαψε όσο έκαψε και με το πρώτο φως της μέρας ο πατέρας το κρέμασε στον στάβλο απ’ το τσιγκέλι σαν γδαρμένο ζώο, να ξερνοβολήσει τα στερνά του αποκαΐδια. Μεγάλωσα, γέρασα και λησμόνησα αν έχυσα δάκρυα περισσότερα για κείνον ή για το στρώμα το καψερό, το αδικοκαμένο. Τη μια μέρα καλοστρωμένο, στολισμένο με ρύζια και κουφέτα και την άλλη σαν σκιάχτρο ρημαγμένο να χάσκει στην αυλή. Κλείνω τα μάτια, συλλογιέμαι τα παλιά και κείνη η μυρουδιά απ’ το καμένο ύφασμα μου ‘ρχεται ακόμα στη μύτη και μου καίει τα ρουθούνια.

Τον τρόπο μας τον είχαμε. Πέρα δώθε τα προξενιά στον πατέρα αλλά στεφάνι δεν ξανάβαλα. Μα την αγάπη γεύτηκα. Και μάνα έγινα. Για τα μικρότερα αδέρφια μου, για τα παιδιά τους και για τα παιδιά των παιδιών τους. Στη γιάτρισσα απ’ το χωριό δεν ματαπήγε κανείς.

Πλησιάζω τα ενενήντα και τον Χάρο δεν τον σκιάζομαι. Να βιαστεί να με λευτερώσει από τούτη τη φυλακή προσεύχομαι. Ν’ αναπάψει το κορμάκι μου που στην κοτρόνα πάνω παιδεύεται», παραπονέθηκε.

Ζήτησα συγγνώμη για το άβολο, σκληρό στρώμα του νοσοκομείου, που έκανε το σώμα της να πονά. Έλεγξα το οξυγόνο και τη ροή του ορού στη φλέβα της και υποσχέθηκα, μόλις τελειώσω με τους ασθενείς του θαλάμου, να ψάξω στην ιματιοθήκη για ένα μαξιλάρι πιο άνετο, βαμβακερό και μαλακό, σαν το στρώμα της το νυφιάτικο.

Σου άρεσε;

Διάλεξε τα αστέρια που επιθυμείς!

Μέσος όρος 4.9 / 5. Σύνολο ψήφων: 11

Δεν υπάρχουν ψήφοι! Γίνε ο πρώτος που θα βάλει αστεράκια.

Ελένη Καραγιάννη

Η Ελένη Καραγιάννη γεννήθηκε το 1969 στη Βέροια. Σπούδασε κλασική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και είναι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου ειδίκευσης στις Επιστήμες Αγωγής. Είναι παντρεμένη, μητέρα ενός παιδιού κι εργάζεται ως φιλόλογος στο Γενικό Λύκειο Μακροχωρίου Ημαθίας. Θεωρεί τη γραφή ψυχοθεραπεία. Αγαπά το διάβασμα, τη λογοτεχνία, το θέατρο, τον κινηματογράφο, τα ταξίδια, τους ανθρώπους με καθαρό βλέμμα και λαμπερό χαμόγελο. Κείμενά της έχουν δημοσιευτεί στον έντυπο κι ηλεκτρονικό τύπο, έχουν διακριθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και περιλαμβάνονται σε συλλογικές ανθολογίες. Είναι υπεύθυνη έκδοσης του ηλεκτρονικού λογοτεχνικού περιοδικού ΓΡΑΦΕΙΝ.

error: www.grafein.gr