Το μούχρωμα έβαψε τα σαθρά δοκάρια με όψη μπλαβιά. Η σκιά μιας τεράστιας θηλιάς πρόβαλε στον απέναντι πλινθότοιχο. Η φλόγα του φανού τρεμόπαιξε, φοβισμένα, προδίδοντας ένα ετοιμόρροπο καλύβι που βαριανάσαινε την θλίψη των χαμένων του χρόνων.
Ο Αρτέμης απίθωσε το ξύλινο σκαμνί ακριβώς κάτω απ΄το σχοινί, ελέγχοντας τις αντοχές του στο βάρος του σώματός του.
Τα γρυλίσματα του αγέρα είχαν κοπάσει από ώρα και μια εκκωφαντική σιγή προμήνυε ολονύχτια χιονόπτωση.
Τα ζώα τα ’χε σφαλίσει στο μαντρί, λίγο πιο κάτω στην απάνεμη πλαγιά, μαζί με τους ποιμενικούς του. Όπως τον πρόσταξε ο κύρης του. Όλα μαζωμένα, στη θέση τους, καμία έκπληξη να μην τους έβρει.
Κάθισε οκλαδόν και πάλεψε να ζωντανέψει στο μυαλό του μια κάποια θύμηση μακάρια. Ήτανε καιρός πια που αισθανόντανε, αδειανός από σκέψεις, από μνήμες, από λαχτάρες. Ίδιο πέτρινο ξόανο, υποτακτικό στα θελήματα του κύρη του και στα καμώματα τα «καθώς πρέπει» του ντουνιά.
Έκπτωτες χιονονιφάδες αρχίσαν να στροβιλίζονται καλύπτοντας τη γύμνια του βραχώδους τόπου με φορεσιά λευκή.
Ένα μακρόσυρτο ουρλιαχτό έσκισε τα σπλάχνα της άηχης νύχτας.
Ο αντίλαλος του γρονθοκόπησε κάθε τραχιά σχισμή του φαραγγιού, διασαλεύοντας τον νωθρό κρατήρα της ύπαρξης του Αρτέμη.
Νυχοπερπατήματα γρατσούνισαν το αφράτο χιόνι.
Το αλύχτισμα σίμωσε.
Ο αντίλαλος τράνταξε το μέσα του.
Τινάχτηκε και έτρεξε στο παράθυρο. Το σκιάχτρο, που είχαν στηριγμένο στις ξερολιθιές, του έγνεψε συνωμοτικά.
Μέσα στο αραχνούφαντο φτιασίδι της λευκοχιονισμένη νύχτας, άστραψαν δυο πυρόχρυσα μάτια.
Ξεπρόβαλαν δύο σουβλεροί κυνόδοντες.
Ένα με το χιόνι, κατάλευκος, ο μονόλυκος, ο Στρατηγός, να κλωθογυρνάει έξω απ’ την σκοτεινή καλύβα.
Και ήρθε το ατροφικό, το αρχέγονο το ένστικτό του και φούσκωσε και ξεχείλισε σαν άγριος χείμαρρος και τον επλημύρισε. Και άρπαξε φανό, τουφέκι και οδοντωτό μαχαίρι και ξεχύθηκε στην ύπουλη τη νύχτα.
Υψώθηκε αγέρας που λυσσαλέα άρχισε να κροταλίζει. Οι χιονονιφάδες πύκνωσαν σε δίνη στροβιλώδη.
Και τίποτα δεν έβλεπε μπροστά του, μα μόνο το ΄νιώθε, πως το θεριό οσφραίνονταν τον παγωμένο του ιδρώτα. Έσυρε τον φανό ζερβά και δεξιά κι αντίκρυσε έναν κύκλο από μεγάλα χνάρια, που στο κέντρο του έχασκε ο ίδιος με το σκιάχτρο σιμά του.
Και κλωτσούσε η καρδιά και η κεφαλή του και πύρωσαν τα μηνίγγια του μόλις κατάλαβε το πόσο μοχθηρά τον έπαιζε το ζώο.
Και αρχίνησε να στριφογυρνά, σαν τον δερβίση, γύρω απ’ τον εαυτό του, μέσα στον κύκλο, με προτεταμένο το τουφέκι του απέναντι στο τίποτα.
Ο χρόνος έπαψε να ρέει το ίδιο κι ανάσα του, σαν ξαναντίκρυσε τα παγωμένα μάτια.
Ο Στρατηγός έστεκε απέναντι του ψύχραιμος, περήφανος. Τα χνώτα του διαχέονταν τριγύρω από τις χορευτές νιφάδες και τα σάλια του καυτά, στάζανε και να λιώνανε τον πάγο.
Στήριξε το τουφέκι στον αριστερό βραχίονα του και σημάδεψε.
Ίσια ανάμεσα στα μάτια.
Και το θεριό έμεινε ακούνητο και τον εθωρούσε, ζυγιάζοντάς τον.
Και το είδε να λαμπυρίζει μέσα στις κατασκότεινες, στενές του ίριδες.
Το σκιάχτρο. Ένα σκιάχτρο ετοιμόρροπο, καμωμένο απ’ τα απόρουχα του, παραγεμισμένο με χιλιοειπωμένες συμβουλές, λυπησιάρικους έρωτες και αισθήματα δανεικά. Αυτό ξεδιάλυνε μέσα στο βλέμμα της περιφρόνιας του ζώου, το αξιολύπητο αντιφέγγισμά του.
Και κρέμασαν τα χέρια του Αρτέμη.
Και ανάβρυσαν τα μάτια του και του ΄πεσε το όπλο.
Και τότε το κατάλαβε πως άξιος του δεν ήταν.
Μόνο θυμήθηκε τους θρύλους που τον εσυνόδευαν. Πως ήταν Στρατηγός γιατί οδηγούσε την αγέλη του, για χρόνια, με μεθόδους ζηλευτές κι από ανθρώπινους στρατούς.
Και εφορμούσε πρώτος και με τέχνη σε απροσπέλαστα μαντριά και κτυπούσε τα ζωντανά ύπουλα και με σοφία.
Μα υστέρα λένε, ξαφνικά, έφυγε απ’ την αγέλη.
Και μόνος περιπλανιόταν, χρήζοντας για επικράτειά του όλο το βουνό.
Και σμίλεψε με την πορεία του τις πιο απόκρημνες πλάγιες.
Και διαφέντευε απ’ τις απάτητες κορυφές την ένωση της γης με το ουράνιο.
Και αλυχτούσε στο ασημοκρέμαστο φεγγάρι κυνηγώντας χίμαιρες μέσα στην ατέλειωτη μοναξιά του.
Ήτανε λεύτερος λέγανε, και πως η λευτεριά του δεν ήταν το ταξίδι του, μα ο ίδιος ο άνεμος που τον εμαστίγωνε στην απόκοσμη κορυφή.
Όμως οπότε τον χρειάζονταν, στην αγέλη του, το ΄νιώθε και ξεχύνονταν να τους συντρέξει. Ως και τροφή, τον είδανε να κουβαλά, στην γούβα του ξεδοντιασμένου του γερόλυκου, που πίσω τους τον είχαν αφήσει, όταν σε δόκανο είχε πιαστεί.
Ο Αρτέμης γονατιστός αφέθηκε.
Ο Στρατηγός βάδισε κατά πάνω του.
Μια ριπή δέους διαπέρασε την ραχοκοκαλιά του, σαν έφτασαν μούρη με μούρη.
Ανάσανε την ανάσα του.
Το θεριό φύσηξε το χνώτο του μέσα στην ξέρα της ψυχής του και την ανάστησε. Μετάγγισε τη δύναμή του στις στερεμένες φλέβες του.
Και βρόντηξε η καρδιά του Αρτέμη σε ρυθμό πολεμικό.
Στο προκλητικό βλέμμα του Στρατηγού άστραψε το οδοντωτό μαχαίρι.
Και ενώθηκαν σ’ έναν πρωτόγονο χορό.
Και ποδοβροντούσαν μέσα στον κύκλο παλεύοντας αγκαλιασμένοι.
Και σκίζονταν οι σάρκες.
Και πιτσίλαγε το αχνιστό το αίμα στο σκοτεινό το χιόνι.
Και σείονταν τα βράχια του βουνού και κατρακύλαγαν στο ξέφωτο.
Και ‘σμίγαν οι πλαγιές του φαραγγιού, η μια για να φιλήσει την άλλη.
Και τραντάζονταν το χώμα της γης να ξεπηδήσει απ΄τα σωθικά της.
Και ο Αρτέμης έμπηγε το ατσάλινο μαχαίρι, αχόρταγα, σε φλέβες κομβικές.
Και το θεριό τσάκιζε, με τους κοφτερούς κυνόδοντες, κόκαλα και σάρκες.
Και αντιλαλούσαν ουρλιαχτά και αλαλαγμοί.
Ώσπου ο πόνος έγινε άβυσσος κοινή και οι πληγές ωκεανοί ενωμένοι.
Και τους βρήκε το ξημέρωμα, δίχως μνήμη, με τα αίματα τους ανάκατα και τις καρδιές τους να βροντάνε στον ίδιο χτύπο.
Με το πρώτο φως που έσκασε πίσω απ’ την κακοτράχαλη κορυφή, η χιονοδίνη έπαψε. Μόνο τα κουρελιάρικα τ’ απόρουχα, του τσακισμένου σκιάχτρου, φιδογύριζαν στον νυσταλέο άνεμο, βρίσκοντας απάγκιο στις γούβες του γρανιτένιου φαραγγιού.
Γυμνό το θεριό σύρθηκε και κούρνιασε στην ετοιμόρροπη καλύβα. Έγλυψε τις πληγές του. Γράπωσε κι έκοψε, με τους ματωμένους του κυνόδοντες, τη θηλιά που έριχνε σκιά σε όνειρα άπιαστα.
Ξέπνοος ο Αρτέμης άπλωσε τη δορά του λύκου στους ωμούς και κίνησε για την κορυφή.
Ήταν πια απ’ αυτούς που μόνοι τους πασχίζουν να ορίσουνε τον εαυτό τους.
Ένα αλλόκοτο υβρίδιο δύναμης και οδύνης.
Γιατί, σκέφτηκε, αξίζει να γυρέψεις τον δικό σου δρόμο κι ας μη σε βγάλει πουθενά.