Ήταν χειμώνας τότε που σε γνώρισα. Μα εσύ φορούσες ένα άσπρο πουκάμισο. Τα μάτια σου έλαμπαν. Έξω έβρεχε πολύ. Με κοίταξες κι εγώ αναρωτήθηκα αν θα ήταν σωστό να έρθω κοντά σου. Φορούσα βλέπεις εκείνο το μαύρο φόρεμα και στα δικά μου μάτια είχα αφήσει τις σταγόνες της βροχής να τα βουρκώνουν. Κι όμως δε δίστασες. Ήρθες, μου μίλησες. Ήθελες να χορέψουμε. Δεν ήξερα να χορεύω. Ούτε γιατί βρισκόμουν σ’ αυτόν τον χορό ήξερα. Μου έπιασες απαλά το χέρι και τ’ ακούμπησες στο στήθος σου. Με τ’ άλλο αγκάλιασες τη μέση μου και μ’ έφερες κοντά σου. Τα μάγουλα μας ενώθηκαν και τότε ένιωσα την ανάσα σου να μου σιγοτραγουδάει το πιο ερωτικό βαλς που είχα χορέψει ποτέ. Κι όμως, ήταν χειμώνας τότε που σε γνώρισα.