Ήταν Χριστούγεννα, όμως αυτός περπατούσε μοναχός στο πυκνό χιόνι, που είχε σκεπάσει την πολιτεία. Τα γυαλιά του είχαν θολώσει απ’ το κρύο, έτσι όπως είχε θολώσει κι η ίδια του η σκέψη. Βλέποντας τριγύρω του λαμπιόνια, καταστήματα με πολύχρωμα παιχνίδια, μικρέμπορους πουντιασμένους κι ανθρώπους να τρέχουν αγωνιωδώς να προμηθευτούν τα απαραίτητα για το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι, προβληματίστηκε. Προβληματίστηκε, γιατί στα σκυθρωπά αυτά μάτια δεν έβλεπε μόνο τους συμπολίτες του, αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό. Ένας κύριος κομψοντυμένος και καλλωπισμένος, που είχε συνδέσει τις γιορτές με το φαγοπότι, τα ξέφρενα γλέντια και τα αμέτρητα δώρα. Βλέπεις, του άρεσε να περνάει καλά με φίλους κι οι γιορτές αποτελούσαν μια μεγάλη ευκαιρία γι’ αυτόν, αφού όλη την υπόλοιπη χρονιά ήταν πνιγμένος απ’ τις δουλειές και προσπαθούσε να συμβαδίσει με τους γρήγορους ρυθμούς ζωής.
Περπατούσε για ώρες, ανήμπορος να καταλάβει τι του λείπει. Ένιωθε σαν ένα δέντρο δίχως στολίδια, παρόλο που τα είχε όλα αγορασμένα. Τη στιγμή εκείνη είδε έναν έμπορο κάστανων να προσπαθεί, με τα χίλια ζόρια, να μεταφέρει την πραμάτεια του κάτω από ένα υπόστεγο. Η ψυχή του τον λυπήθηκε και έσπευσε να τον βοηθήσει. Το χιόνι, ωστόσο, είχε φτάσει στο ένα μέτρο κι η μεταφορά ήταν πολύ δύσκολη. Οι σφοδρές κινήσεις του εμπόρου και η τρύπια τσέπη του συνέβαλαν στο να χάσει τα ελάχιστα χρήματα που είχε μαζέψει ενόψει των γιορτών. Μόλις το συνειδητοποίησε, αμέτρητα δάκρυα άρχισαν να κυλάνε απ’ τα μάτια του. Η ψυχή του είχε μαυρίσει. Ο κομψοντυμένος κύριος του πρόσφερε, τότε, μια ζεστή αγκαλιά και τον φιλοξένησε στο σπίτι του για μερικά βράδια.
Έπειτα απ’ αυτή τη φιλοξενία, ένιωσε κάτι μέσα του να αλλάζει. Αισθάνθηκε πως ξαναβρήκε τη χαμένη μαγεία των Χριστουγέννων και κατάλαβε, μετά από καιρό, πως τα δώρα και τα φαγοπότια δεν είχαν καμία αξία μπροστά στις απλές ανθρώπινες πράξεις. Μπροστά στην ανιδιοτελή αγάπη, τη θαλπωρή και τη στοργή τα παιχνίδια, τα ρούχα και τα αρώματα φάνταζαν αηδιαστικά σκουπίδια, που ούτε οι γάτες δεν πλησίαζαν. Οι τρίχες των χεριών του ανασηκώθηκαν όταν αντιλήφθηκε πως οι φίλοι του, οι συγγενείς του, αλλά και ο ίδιος αναζητούσαν μανιωδώς τον υλικό ευδαιμονισμό, όταν γύρω του άλλοι υπέφεραν και δεν είχαν ένα άνθρωπο να τους σταθεί, να τους πει «σ’ αγαπώ». Είχε έρθει η ώρα να καταλάβει πως, τελικά, ποτέ δεν είχε μπει, πραγματικά, στο πνεύμα των Χριστουγέννων και πως όλα ήταν μια αφορμή για να βγει, να λάβει δώρα και να ξεφαντώσει ως το ξημέρωμα, έχοντας, δυστυχώς, ξεχάσει το πώς να είναι άνθρωπος. Το σημαντικό, πάντως, είναι πως ήταν διατεθειμένος να το θυμηθεί και να ξαναζήσει απ’ την αρχή τους χαμένους μήνες των γιορτών.