– Δεν θέλω να καταλήξω σαν τη βέρα των γονιών μου, άδεια και μόνη σ’ ένα συρτάρι. Γι’ αυτό μην τη βγάλεις να δεις κάποια πιο όμορφή μου, σε παρακαλώ. Όχι πάλι, μην τη χρησιμοποιείς για να αφήσεις σημάδι στο πρόσωπό μου. Έχω ένα μάτι και δυο στόματα που αν τα ακούσεις θα δεις γιατί κατάντησα να φοβάμαι τον καθένα και έχω επιλέξει να εμπιστεύομαι μόνο εσένα. Ξέρεις κατανοώ και ξέρω ότι ο κύκλος θα σπάσει εδώ. Πιέζεσαι στον κύκλο της δουλειάς και ξέρω ότι με σταμάτησες για να μην πιέζομαι κι εγώ. Γνωρίζω ότι το χτύπημα στο τραπέζι είναι πάντα συμβολικό, οι φωνές είναι αγάπης. Δεν γίνεται η μοίρα που επέλεξα να κάνει τέτοια λάθη. Πόσο μάλλον, διότι εγώ την έγραψα και άφησα το πατρικό μου κι ό,τι έζησα εκεί να γίνει στάχτη. Κάνω λάθος. Δεν μυρίζω το άρωμα κάποιας άλλης, δεν με σπρώχνεις από οργή αλλά γιατί η πίεση που σου ασκώ είναι μεγάλη. Μ’ ακούς; Μη σταματάς, κάνε μου έρωτα με μίσος γιατί “έτσι είναι η αγάπη”. Είπε ότι δεν θα ξαναγίνει, ότι όταν πίνει δεν τον κάνω καλά, ότι φταίει αυτός κι όχι εγώ, αλλά πάλι συγγνώμη δεν ζητά.
Μ’ αυτόν τον τρόπο πάλι ξανά από την αρχή ξεκινά να βάφεται, να κρύβει την μελανιά και παριστάνει ότι όλα είναι καλά. Η ανασφάλεια κρύβεται πίσω από τις φράσεις “Είναι τόσο καλός”, “Δεν φταίει αυτός”, “Αν τον αγαπάς, η καρδιά σου τα ελαττώματα χωρά”.
Η μέρα φεύγει, έρχεται πάλι η νύχτα και η βασίλισσα κοιτά το ταβάνι ξαπλωμένη στο πάτωμα με μια κόκκινη λίμνη να σχηματίζεται κάτω από το κεφάλι της. Γυρνά και τον βλέπει για τελευταία φορά, πριν την παρατήσει εκεί για να ξεφύγει από την αστυνομία που ευτυχώς είχαν καλέσει οι γείτονες, όταν την άκουσαν να ουρλιάζει νωρίτερα.