Με κοιτάς από κοντά και βλέπω τα μάτια σου να μου χαμογελούν. Τρία χρόνια είχαμε να ιδωθούμε. Μας χώρισαν θάλασσες και βουνά. Αδύνατο να τα διασχίσω. Έφυγες για μια καλύτερη ζωή με την υπόσχεση να ξαναβρεθούμε όταν τα πράγματα γίνουν καλύτερα. Γνώρισες άλλες αγάπες απ’ ό,τι κατάλαβα και η θάλασσα έγινε ωκεανός, τα βουνά ακόμη πιο ψηλά, γέμισε ο κόσμος χιόνι, παγωνιά η ψυχή μου.
Σου έκρυψα ότι μέσα μου μεγάλωνε το δικό σου παιδί. Ένα παιδί που δεν γεννήθηκε ποτέ γιατί δεν είμασταν σε θέση να το δεχτούμε. Περίμενα να με καλέσεις κοντά σου, να μικραίνει η απόσταση, να γίνουν βατά τα βουνά, να ημερέψουν οι θάλασσες. Μάταια. Το σώμα μου ανέγγιχτο, ως πότε; Προσπάθησα να σε βγάλω από τη σκέψη μου, να μην πονάω πια. Σκοτεινές οι νύκτες, μαύρα τα φεγγάρια.
Και τώρα ήρθες ξαφνικά και με κοιτάς χαρούμενος. Μα είναι πλέον αργά. Όπως η σελήνη στο νερό, ξεθώριασε το χρώμα της, μια λευκή σελήνη είναι πλέον.