“Να σε ρωτήσω, πόνεσες όταν έπεσες στη γη;”. Αυτή ήταν η ατάκα με την οποία σ’ έριξα. Το θυμάσαι άραγε; Εγώ την θυμάμαι κάθε φορά που βρέχει. Όπως κάθε φορά, είμαι εδώ στο μπαλκόνι, στο μικρό καλλιτεχνικό σου μέρος όπως το αποκαλούσες. Σε περιμένω να κατέβεις απ’ τα άστρα και να χορέψουμε μαζί το ταγκό που έχουμε αφήσει μισό, πριν καταρρεύσεις στα χέρια μου. Σε ξέρω καλά και μάλιστα καλύτερα απ’ όσο νομίζεις. Είσαι το κορίτσι εκείνης της νύχτας που ο ουρανός έβρεχε κρύσταλλα για να ανταγωνιστεί την ομορφιά από τα δάκρυά σου. Είσαι το τανγκό της ανασφάλειάς μου, γιατί μου έμαθες να γράφω και να γίνω σωστός συγγραφέας. Σύμφωνα πάντα με τα λεγόμενά σου, ο συγγραφέας γράφει απ’ την ψυχή του κι όχι απ’ το μυαλό του και ας μην αρέσει σε πολλούς. Έτσι μου είχες πει, όταν χορεύαμε στη βροχή.
Τα άστρα είχαν κατέβει και ήταν σαν να χορεύαμε πάνω σ’ αυτά. Οι σταγόνες που είχαν γίνει κρύσταλλα απλά χόρευαν μαζί μας και μας κάνανε να βρισκόμαστε μέσα στον ουρανό. Μέχρι που μου έσκασες το πρώτο φιλί- εκεί ήταν, το θυμάσαι; Το γνωρίζεις καλά ότι δεν υπήρχε περίπτωση να σου το δώσω εγώ, γιατί πολύ απλά είμαι δειλός.
Αυτοί σε πήραν από εμένα. Σε έπεισαν ότι δεν είσαι αρκετή, ότι είσαι ψεύτρα και διπρόσωπη. Σου είπαν ότι όταν μεθάς δεν είσαι ρομαντική. Αυτό ήταν που σε πλήγωσε ακόμα περισσότερο και σ’ έτρωγε μέσα σου, μέχρι που δεν άντεξες και μετακόμισες στα άστρα. Ξέρεις, έχω το κολιέ που ποτέ δεν τελείωσες. Έψαχνες τα πιο όμορφα κοχύλια για να μου δώσεις, να τα σκαλίσεις κι έτσι να μου εκφράσεις το πόσο με αγαπάς. Αυτό το κολιέ δεν το τελείωσες ποτέ και ελπίζω τουλάχιστον εκεί να βγαίνεις και να μαζεύεις αστέρια για να τα κάνεις κολιέ. Να χορεύεις το τανγκό μας κρατώντας τα και να με αισθάνεσαι κοντά σου. Εγώ δεν θα σταματήσω να χορεύω και να σου θυμίζω ότι τα πιο ωραία κοχύλια είναι και τα πιο απλά όπως και οι αναμνήσεις.