ΓΡΑΦΕΙΝ

Η παρτίδα

Μα τώρα, μη μου πεις ότι είναι σύμπτωση αυτό! Ένα παιχνίδι μου αρέσει στον υπολογιστή και τα ονόματα των συμπαικτών είναι τα ίδια με τα δικά τους. Λέγονται A,Β και Γ. Μου φάνηκε αστείο για λίγο. Μετά φρίκαρα. Κάπως… κρίπι. Άρχισα να παίζω χλιαρά στην αρχή και σιγά σιγά κόλλησα. Έπαιζα με πάθος, κάθε μέρα, τουλάχιστον μια παρτίδα. Στο παιχνίδι κέρδιζε αυτός με τους λιγότερους πόντους. Στους εκατό πόντους έχανες, αλλά μαζί σου έχαναν και οι άλλοι δύο με τους περισσότερους πόντους. Ήταν, ας πούμε σαν ζωές. Κέρδιζε ο μικρότερος, ο μεγαλύτερος πέθαινε. Εγώ συνήθως κέρδιζα, είχα γίνει εξπέρ, καταλάβαινα τα κόλπα και χειριζόμουν καλύτερα τις ευκαιρίες. Μόνο από συσσωρευμένη ατυχία έχανα.  Δεν ευχαριστιόμουν όμως πια απλώς με τη νίκη. Ήθελα να μείνω στη ζωή με τον A, αφού πεθάνουν οι άλλοι δύο και μάλιστα να είμαστε νέοι, με λίγους πόντους, λιγότερους εγώ η νικήτρια και λίγο περισσότερους εκείνος. Στην κατάλληλη ηλικία για να…ξαναρχίσουμε από την αρχή. Μαζί αυτή τη φορά. Πάντα το ήξερα, το ξέραμε, πως έπρεπε να είμαστε μαζί. Το είχα δει τότε πριν από χρόνια, μα… μας πρόλαβαν στο φτερό οι άλλοι δύο. Δεν ξέρω ποιος πρώτος ποιος δεύτερος. Τι σημασία έχει; Εκείνος απογοητεύτηκε και υποχώρησε σιωπηλά; Εγώ; Που δεν συνειδητοποίησα ότι ένα βηματάκι αρκεί να σε βάλει σε άλλη διαδρομή για μια ολόκληρη ζωή; Κάποτε τυχαία άκουσα από κοινό φίλο ένα αστείο του τύπου «μου είπε πως πάντα ήθελε να είναι μαζί σου, μα πού να τολμήσει; Θα τον σταύρωνες!» Είχα αυτή την παράξενη φήμη, της δύσκολης, της απαιτητικής, αυτής που τον τρέχει τον άλλον, που του βγάζει το λάδι. Καθόλου έτσι δεν είμαι, αλλά όλους τους βολεύει αυτή η θεωρία, ακόμη κι αυτούς- προπαντός αυτούς -που ξέρουν πόσο ψεύτικη είναι.

Oι παρτίδες γίνονταν όλο και πιο συναρπαστικές, νικούσα πολύ συχνά, έχανα σπάνια, αλλά ποτέ δεν κέρδιζα τον πραγματικό στόχο. Αντίθετα ανακάλυψα ότι υπήρχαν κρυφές συμμαχίες. Συνήθως συνεργάζονταν ο Α με την Β, για να μου φορτώσουν πόντους και να με νικήσει πότε ο Γ πότε η Β. Σπανίως ο Α. Αυτός  ο παίκτης συνήθως πέθαινε. Φορτωνόταν όλους τους πόντους, ξελάσπωνε την Β ή τον Γ και πέθαινε αφήνοντας εμένα νικήτρια συνήθως. Άρχισα να παίζω αλλιώς, δεν με ενδιέφερε να νικήσω τόσο, όσο να φορτωθούν πόντους ο Γ και η Β. Η χαρά μου ήταν να πεθάνει η Β κι ας έμεναν οι άλλοι δύο με πολλούς πόντους. Όσο πέρναγε ο καιρός ο παίκτης Α γινόταν όλο και πιο απρόσεκτος. Πχ ενώ είχε τη ντάμα μπαστούνι και πέρναγε ο άσσος μπαστούνι πριν, δεν την έριχνε να την ξεφορτωθεί. Του έμενε και καιγόταν. Λες και δεν ήθελε να σωθεί ποτέ του. Λες και γνώριζε το ενδιαφέρον μου και έκανε το παν να μην μείνουμε μαζί στο τέλος.

Αυτή η προδοσία του με έκανε έξαλλη. Καλά έξω. Δεν πρόλαβες, δεν κατάλαβες, δεν τόλμησες. Εδώ όμως; Εδώ μέσα δεν μπορείς να εκδηλωθείς επιτέλους; Κι εδώ τα προσχήματα θα κρατάς; Δειλέ, φοβιτσιάρη! Κότα! Χανόμουν όλο και πιο πολύ σ’ αυτόν τον μυστικό κόσμο του παιχνιδιού. Παρά την απογοήτευσή μου για το επιθυμητό αποτέλεσμα, γινόμουν όλο και καλύτερη. Ανίκητη σχεδόν. Όλες οι εντάσεις, οι δυσκολίες της έξω ζωής εδώ μαλάκωναν, σκόρπαγαν σαν τον δηλητηριώδη καπνό από το αεράκι της θάλασσας. Χαλάρωνα, ηρεμούσα, παρά την πίκρα που μου έδινε ο Α. Ίσως γιατί κατά βάθος πίστευα ότι είναι θέμα χρόνου να αλλάξει στάση. Να συμμαχήσει μαζί μου, να βγούμε νικητές. Μου το χρωστούσε αυτό σ’ αυτή τη ζωή. Στην άλλη ίσως επανορθώσει, αν υπάρξει. Εδώ στην εικονική μας ύπαρξη έχουμε μια ευκαιρία, γιατί δεν το καταλαβαίνει;

Ο πραγματικός κόσμος γινόταν όλο και λιγότερο πραγματικός. Αποσυρόμουν. Ήμουν εικονική φιγούρα, άβαταρ, που πήγαινε στη δουλειά, γύριζε σπίτι, έβγαινε με γκόμενους, με φίλες και έδειχνε φυσιολογική. Αλλά εγώ δεν ήμουν εκεί. Ακόμα και στο μυαλό μου παρτίδες έπαιζα. Και στον ύπνο μου. Όλο λύσσα, μανία, ξεπέταγα τα λάθος φύλλα, έπαιζα τολμηρά, ριψοκίνδυνα, αλλά δεν πέθαινα ποτέ. Μόνο οι άλλοι. Κυρίως ο Α. Πέθαινε υπερασπιζόμενος τους άλλους. Κυρίως την Β.

Μια μέρα τον είδα στο δρόμο. Χάρηκε που με είδε, με χάιδεψε. Το βλέμμα χαμηλωμένο, το κεφάλι γερμένο περισσότερο από ποτέ. Περιφερόμενη ήττα. Δεν κατέγραψε η συνείδησή μου αυτά που είπαμε. Μάλλον μηχανικά και τυπικά ήταν, όταν τον είδα να ξαφνιάζεται: «Τι είπες; Γιατί όλο χάνω την παρτίδα; Ποια παρτίδα; Είσαι καλά;» Τι διάολο του είχα πει; Πώς μου ξέφυγε; Τα μπάλωσα με χαζά αστεία, μα δεν τον έπεισα. Το βλέμμα του σκοτείνιασε κι άλλο. Δεν του έδωσα ευκαιρία να μου ξαναπεί οτιδήποτε. Έφυγα.

Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκα. Έπαιζα ως το πρωί. Θα δήλωνα άρρωστη στη δουλειά. Αρκεί να κέρδιζα μια παρτίδα. Μια γαμημένη παρτίδα. Είχα πειστεί πια ότι από αυτό εξαρτώνταν η ζωή μου. Η ζωή μας. Αν κατάφερνα να σκοτώσω τους άλλους δυο και μέναμε οι δυο μας νικητές, αυτό θα απελευθέρωνε τον Α, θα τον έφερνε σε μένα.

Και ο Γ; Τι θα γίνει με τον Γ; Για την ώρα έλειπε σε ταξίδι επαγγελματικό, τίποτα δεν είχε καταλάβει για το πάθος μου. Νόμιζε ότι αυτός ήταν το αληθινό μου πάθος. Σιγά. Ακόμα κι αν δεν υπήρχε ο Α, ποτέ δεν θα με κέρδιζε. Άλλωστε με κάθε ευκαιρία τον απατούσα. Δεν του είχα υποσχεθεί και τίποτα, δεν ένιωθα καμιά ενοχή. Αναλώσιμος, βολικός, σαν καναπές σε τιμή ευκαιρίας που ξέρεις ότι μόλις βρεθεί αυτό που σου αξίζει και μπορείς να το έχεις, ούτε που θα του δώσεις σημασία. Για τα παλιατζίδικα, μη σου πω και για τα σκουπίδια κατευθείαν. Τώρα όμως τον ήθελα. Ήταν παίχτης κι αυτός, κομβικός μάλιστα. Συνήθως με βοηθούσε να μην πληρώνω ακριβά τις παράτολμες κινήσεις μου, αλλά ποτέ δεν βοηθούσε τον Α. Την Β κάποιες φορές μέχρι ενός σημείου. Μερικές φορές έβγαινε νικητής με λίγους πόντους πάνω από μένα και λες και το μετάνιωνε, στα επόμενα παιχνίδια με άφηνε να τον συντρίψω. Κλασικός Γ.

Πλησίαζε το Πάσχα. Από προσκλήσεις άλλο τίποτα. Ο Γ με ήθελε στο χωριό του  με τους δικούς του, οι δικοί μου στο εξοχικό μας θα καλούσαν το σύμπαν και με περίμεναν με τον Γ. Δεν ήθελα να πάω πουθενά. Είπα σε όλους ότι έπρεπε να μείνω στην πόλη να δουλέψω σε κάτι σημαντικό. Αν τελείωνα εγκαίρως θα πετιόμουν. Ο Γ προσφέρθηκε να μείνει μαζί μου. Αρνήθηκα. Μια χαρά του ήρθε, δεν ήταν και για μεγάλες θυσίες.

Τα κατάφερα. Μόνη. Με τα παντζούρια κλειστά, λίγες προμήθειες στο ψυγείο, το κινητό κλειστό. Το μην με ενοχλείτε αναβόσβηνε μεταφυσικά μέσα στο μυαλό μου και δεν έβλεπα την ώρα να μείνουμε μόνοι εγώ και το λάπτοπ μου, εγώ και οι συμπαίχτες μου. Εγώ κι εκείνος.

Γρήγορα, έγινα ένα με το παιχνίδι. Σχεδόν με έβλεπα σαν τραπουλόχαρτο να κινούμαι στην οθόνη, να σαρώνω τους αντιπάλους μου, να μένω νικήτρια με ελάχιστους πόντους, από βρέφος έως παιδί του γυμνασίου έφτανα. Συνηθισμένη κατάληξη ήταν να πεθάνει ο Α και να αφήσει την Β και τον Γ υπέργηρους, σαράβαλα. Μια άλλη πιο μισητή εκδοχή ήταν να πεθάνουν μαζί η Β και ο Α και να μείνει ο Γ είτε ενήλικος είτε γέρος.  Σπανιότερα πέθαινε ο Γ, αφήνοντας τους άλλους δυο υπέργηρο ζευγαράκι, πράγμα που με εκνεύριζε και με φανταζόμουν να τους βάζω σε χωριστά γηροκομεία. Μερικές φορές πέθαινε η Β που ήταν ο πιο δύσκολος και πονηρός αντίπαλος, αλλά φόρτωνε τους άλλους δύο με τόσους πόντους που ήταν οι προπαππούδες μου. Ποτέ ούτε μια φορά δεν έγινε αυτό που επιθυμούσα, λες και το λογισμικό του παιχνιδιού είχε συντονιστεί με τις πιο κρυφές ταλαντώσεις των εγκεφαλικών μου κυττάρων και με έκλεβε στην ψύχρα. Άρχισα να έχω παραισθήσεις, να ακούω μυστικές φωνές μέσα στο κεφάλι μου. Δεν ανησυχούσα ήξερα πως είναι από την αϋπνία και την αφαγία, αλλά σε λίγο άρχισα να ξεκρίνω λόγια, ψελλίσματα: «Δεν θα γίνει», «Δεν θα το πετύχεις ποτέ! Ποτέ!». Αλλά συνέχιζα. Έχασα την αίσθηση του χώρου, του χρόνου. Δεν ξέρω αν έπαιζα στον ξύπνιο μου ή στον ύπνο μου, αλλά έπαιζα συνέχεια. Ώσπου άκουσα το κουδούνι. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Ποιος είναι τέτοια ώρα; Πώς τολμούν να με ενοχλούν! Πήγα προς την πόρτα σέρνοντας τα πόδια μου, πιασμένη παντού, λες και με έδερναν δυο μέρες. Κοίταξα από το ματάκι. Ήταν ο Γ! Με κατέκλυσε ένας ανεξέλεγκτος θυμός, μπορεί και να τον χτύπαγα μόλις μπήκε, αλλά τον είδα ανάστατο, κλαμένο. Πριν μου μιλήσει, λύγισα, έγειρα στο πάτωμα, λες και το σώμα μου ήξερε από πριν τι θα ακούσει. Ο Α. Είχαν ατύχημα στην εθνική. Σκοτώθηκε.

Μέσα στο μαύρο που με σκέπασε, λες και κάποιος είχε σβήσει για πάντα κάθε ίχνος φωτός, δέσποζε μόνο η οθόνη του υπολογιστή. Δεν ξέρω γιατί πήγα εκεί, τι ήθελα να κάνω, να τον σπάσω, να ξεριζώσω από τα σπλάχνα του αυτή την παγίδα που μου έστησε, να πιάσω με τα χέρια μου τα φύλλα, τις φιγούρες να τα βάλω εκεί που πρέπει, εκεί που είναι η θέση τους, για πάντα. Εγώ και ο Α για πάντα. Ούτε σε ένα γαμημένο παιχνίδι ποτέ.

Τότε το είδα. Η τελευταία παρτίδα, που έπαιζα μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, είχε κερδηθεί. Είχαμε μείνει μόνοι. Ο Α κι εγώ. Εγώ κι ο Α. Εγώ 18. Εκείνος 24.

Ένα μεγάλο Congratulations αναβόσβηνε μέσα σε εκρήξεις πυροτεχνημάτων κι από κάτω:

Do you want to continue?

Σου άρεσε;

Διάλεξε τα αστέρια που επιθυμείς!

Μέσος όρος 4.6 / 5. Σύνολο ψήφων: 25

Δεν υπάρχουν ψήφοι! Γίνε ο πρώτος που θα βάλει αστεράκια.

Αναστασία Σκόρδου

error: www.grafein.gr